Σελίδες

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Τα πρώτα ραντεβού

Πόσο αγαπούσα, πόσο αγαπώ αυτή τη δειλία των πρώτων ραντεβού,
αυτή την ατολμία του φιλιού και τις συγκεχυμένες κουβέντες.
Πόσο αγαπούσα, πόσο αγαπώ αυτά τ'αγαπημένα λόγια.
Δεν ελησμόνησα το σκοπό τους, η ψυχή τους είναι μέσα μου ζωντανή.
Έχω ξεσυνηθίσει τις όλο χάδια εξομολογήσεις,
τις τρυφερές ικεσίες, άρχισε να μου γίνεται πιο γνώριμη η κραυγή της επιθυμίας,
του πάθους η φλογερή γλώσσα,
όλα τα λόγια που δασκαλεύουνε την αγνότητα
η πονηρία και το σκοτάδι.
Μες από τους ενθουσιασμούς και τις πλήξεις, τραβιέμαι προς την φωνή σου,
σαν εξόριστος που ακούει στα ξένα, το κάλεσμα της πατρίδας.
Εδώ στον κήπο που ζούν οι σκιές, εδώ που στο λυκόφως είναι φωτεινά,
ξανάρθε κοντά το παρελθόν, με το γρήγορο βήμα της στιγμής.
Βλέπω τα χείλη στο αλαφρό δίχτυ των σκιών που ξεγλιστρούν.
Είμαστε παιδιά! Όλοι μας είμαστε παιδιά! Πεταλούδες γύρω απ'τις φλόγες.
Εσύ έκρυψες, χαμηλώνοντας στο σκοτάδι, το ταραγμένο σου βλέμμα...
Αυτό είχε γίνει! Όλα όσα έγιναν, τα ξανάφερε πίσω ο βραδιασμένος κήπος.
Πάθη, όνειρα μονάχα ονειρευόσαστε, μα η ψυχή θα ξυπνήσει ξανά
μ'ένα αιώνιο φως θα φλογιστούν` μονάχα να'ναι κανείς ερωτευμένος!
Ο έρως μονάχα!...

Вале́рий Я́ковлевич Брю́сов (Τα πρώτα ραντεβού)

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Καρκίνος

Και μονομιάς όλα ξεμάκρυναν - μορφές, τα δέντρα, η θάλασσα,
πράγματα, γεγονότα, η ποίηση, - πέρα, πιο πέρα,
σε μιαν αντίπερα όχθη - τά'βλεπε, δεν τά'βλεπε. Εκείνα
έφυγαν τάχα και τον άφησαν ή αυτός; Ο θάνατος
ακίνητος, τον κατοικούσε ως την άκρη των νυχιών. Τίς νύχτες
άκουγε την πελώρια εκείνη ακινησία εντός του. Ωστόσο,
πριν απ'τον ύπνο και μετά το ξύπνημα, εξακολουθούσε
να πλένει ταχτικάτα δόντια του με το παλιό, μαδημένο βουρτσάκι,
δείχνοντας άσπρο, βέβαιο, καθαρό, το τελευταίο χαμογελό του.

Γιάννης Ρίτσος (Καρκίνος)

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Το τραγούδι του Αλμπατρός (Μπουρεβέστνιχ)

Απ'της θάλασσας τα πλάτια τ'ασπρομάλλικα από πάνω
ο τρελοβοριάς μαζώνει τη βαριά τη συννεφιά.
Κι απ'ανάμεσα απ'το κύμα και το σύγνεφο προβάλλει
προμηνώντας το μπουρίνι, μαύρη μια αστραπή ολόιδιος
το πουλί, ο αλμπατρός.
Πότε αγγίζοντας το κύμα, πότε ορμώντας μες στα νέφη
ίδιο βέλος, ξεφωνίζει κι αφουγκράζονται τα νέφη τη χαρά
μες στην κραυγή του τη γεμάτη αντρειωσύνη.
Μες σε τούτη την κραυγή του είναι η δίψα για την μπόρα.
Είναι η φλόγα και το πάθος, είναι η δύναμη του μίσους,
είναι η πίστη για τη νίκη.
Τρέμουν μπρος στην μπόρα οι γλάροι, και φοβούνται και στενάζουν
γυροφέρνουν και ζητάνε, ως και στο βυθό ακόμα του πελάγου να κρυφτούν,
την απέραντη τους φρίκη μπρος στη μπόρα για να κρύψουν.
Και τα κολιμπρί κι εκείνα τρέμουν και βαριαστενάζουν,
δεν μπορούν αυτά να νιώσουν την απόλαυση της μάχης,
η βροντή των χτυπημάτων τα τρομάζει.
Ο κουτός πιγκουίνος κρύβει φοβισμένος μες στους βράχους,
το δειλό γεμάτο ξύγκι χοντροκάμωτο κορμί του.
Και μονάχα γυροφέρνει απ'της θάλασσας επάνω τον αφρό
περηφάνια ολογεμάτος, λεύτερος κι ευτυχισμένος
ο γενναίος αλμπατρός.
Όλο πιο πολύ τα νέφη κατεβαίνουν και μαυρίζουν,
κι όλο πιο πολύ πετιούνται και χτυπάν και τραγουδάνε,
τ'άσπρα κύματα ζητώντας να δεχτούν τον κεραυνό.
Και βροντάει, και μπουμπουνίζει. Και σ'αφρούς και μίσος μέσα
η πικροθάλασσα μαλώνει με τον άγριο το βοριά.
Κι ο τρελοβοριάς αρπάζει στη γερή του την αγκάλη
τα κοπάδια των κυμάτων,
και τα ρίχνει μ'άγριο μίσος και μ'οργή πάνω στους βράχους
και τσακίζει και συντρίβει σε σταγόνες και σε σκόνη,
το σμαράγδινό τους όγκο.
Ο αλμπατρός κραυγάζει μόνος,
μαύρο βέλος ολόιδιος κι αστραπή μαυροντυμένη
διαπερνάει τα νέφη, σχίζει των κυμάτων τον αφρό.
Να, σαν δαίμονας πετάει υπερήφανος κι ωραίος,
μαύρος δαίμονας της μπόρας`
πότε κλαίει, πότε γελάει...
Με τα σύννεφα γελάει, κλαίει απ'την πολλή χαρά του...
Μέσα στης βροντής το μίσος νιώθει ο δαίμονας κι ακούει
προ πολλού την κούραση της
και πιστεύει πως τον ήλιο δεν θα κρύψουνε τα νέφη
όχι, δεν θα τόνε κρύψουν.
Κι ο βοριάς φυσάει, και βογγεί η βροντή κι ο κεραυνός...
Σε γαλάζιες φλόγες μέσα λαμπαδιάζουν τα κοπάδια των συννέφων
απ'της θάλασσας την άβυσσο απο πάνω.
Πιάνει η θάλασσα τα βέλη τα πυρά της αστραπής
μες στο χάος το υγρό της να τα σβήσει,
σα φλογάτα φίδια τρέχουν μες στη θάλασσα και σβήνουν
τις ανταύγειες τις χρυσές τους.
Το μπουρίνι! Το μπουρίνι!
Θα'ρθει γρήγορα, θε να'ρθει!
Είναι ο αλμπατρός, που μόνος μες στις αστραπές γυρνώντας
και στο μίσος των κυμάτων
ξεφωνίζει,
προμηνώντας τον προφητικό το λόγο:
Ας ξεσπάσει... Δυνατότερα ας ξεσπάσει
το μπουρίνι...

Максим Горький (Το τραγούδι του Αλμπατρός(Μπουρεβέστνιχ))

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Ο Σιδεράς

Το γύφτικο πνιχτό, κατσουφιασμένο,
η ζέστη αβάσταχτη, βαρειά,
γδούποι, στριγγιές, βουητό ξεφρενιασμένο,
την κεφαλή γεμίζουν με καπνιά.

Σκυφτός ο σιδεράς πάνω απ'τ'αμόνι,
τα χέρια του δουλεύουν σα σπαθιά,
κόκκινο δίχτυ στη μορφή του απλώνει
η φλόγα με σπιθίσματα στριφτά.

Βλέμμα τραχύ, στυλό και ρωμαλέο
στο τόξο της φωτιάς λαμπρό
κίνηση αετού που παίρνει φόρα λέω
για να πετάξει πάνω απ'τον ωκεανό.

Χάλκευε, γύφτο, χτύπο με το χτύπο
κι ας τρέχει ο ιδρώτας στο μούτρο σου τ'αδρό
άναβε στις καρδιές κόκκινο κήπο
μακριά κι απο μιζέρια και καημό.

Ατσάλωνε γερά τη δύναμη σου,
κάνε τ'ατσάλι ακράταγην ορμή,
στ'όνειρο εκείνο το μεγάλο ορκίσου
πιο πέρα απ'των συνόρων τη γραμμή.

Εκεί μακριά, πίσω απ'τα μαύρα νέφη,
πέρα απ'την πύλη σκυθρωπών καιρών,
του ήλιου η τραχιά ακτινοβολία γνέφει
πάνω απ'τις απλωσιές των χωραφιών.

Βυθίζονται τα βοσκοτόπια, οι κάμποι
στης μέρας τη γλαυκή φεγγοβολή,
και πάνω απ'τα σπαρτά χαίρει και λάμπει
ώριμη η αυριανή συγκομιδή.

Με νέα ορμή ξεχύσου προς τον ήλιο
απ'τις αχτίνες μαύρος και χρυσός,
μακριά απ'του φόβου το σκιερό βασίλειο,
μακριά απ'το δισταγμό, στο μέγα φώς.

Константи́н Дми́триевич Бальмо́нт (Ο σιδεράς)

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Χωρίς Δικαιολογία


Στον Μ. Γκόρκι
Όχι, ποτέ μου δεν θα το δεχτώ,
οι κατάρες μου μεγάλες.
Δε συγχωρώ, δεν προχωρώ
στις σιδερένιες του αγκαλιές.

Θα πάω κι εγώ, θα σκοτωθώ και θα σκοτώσω,
θα πέσω στην καταστροφή,
όμως δικαιολογία καμία δε θα σας δώσω,
δε θα σπιλώσω την ψυχή.

Ως την τελευταία στιγμή,
μες στον καπνό και στη φωτιά,
η καρδιά μου ας μην ξεχάσει:
Ο πόλεμος δεν έχει δικαιολογία καμιά,
και ποτέ δε θα'χει!

Κι αν τέτοιο έργο ο Θεός το ετοιμάζει
-αιμάτινο δρόμο σκοτεινό-
κι ενάντια του η ψυχή μου θα φωνάζει,
θα επαναστατήσει ενάντια στο Θεό.

Фёдор Сологу́б (Χωρίς δικαιολογία)

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Το κλάμα του μουζίκου

Ω γενέτειρα γη μου, πες μου ένα μονάχα
φτωχόσπιτο δείξε μου, ένα μόνο τραγούδι
όπου ο δούλος, ο φύλακας των αγρών σου, ω γη μου,
ο μουζίκος ο Ρώσος, που να μην έχει κλάψει!

Κλαίει όπου βρεθεί, στα χωράφια, στο δρόμο
στα κρασοπούλια, στη βάρβαρη φυλακή κλειδωμένος,
στ'αλέτρι σφιγμένος ή στα κάρα που τρίζουν,
σαν ξανοίγεται μέσα στην άγονη στέπα.

Κλαίει έξω λιχνίζοντας μες στα πύριν'αλώνια,
κλαίει μέσα στην τρώγλη του τη μισογκρεμισμένη
δίχως ήλιο να βλέπει, Θεού δώρο για όλους,
κλαίει, κλαίει σε χωριά αμένα στους κάμπους
και μπροστά στα σκληρά δικαστήρια τρέμει!
Όπου είναι λαός, εκεί κλάμα! Λαέ μου

γιατί τέτοιος ύπνος να σ'αποχαυνώσει;
Θα'ρθει μέρα που, απ'αυτή σου τη θέση,
όπου σκυφτό σε κρατά αδυσώπητη μοίρα,
κι αφού έδωσες όσα να δώσεις μπορούσες,

θα ορμήσεις αγέρωχος και βογγώντας θλιμμένο
τραγούδι, στον κόσμο ν'αποδείξεις, πως όχι,
για πάντα δεν σβήστηκε στο μυαλό σου η σκέψη...

Никола́й Алексе́евич Некра́сов (Το κλάμα του μουζίκου)

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Ο Όρκος του Δαίμονα

Ορκίζομαι στο πρώτο ηλιοβασίλεμα,
στης Πλάσης την ημέρα την στερνή.
Ορκίζομαι στης αμαρτίας το ρεζίλεμα
και στην Αλήθεια, τη νικήτρια, την τρανή.
Ορκίζομαι στης πτώσης μου τον πόνο,
στο ρεμβασμό τον σύντομο, του μαχητή.
Ορκίζομαι σ'αυτή μας τη συνάντηση την ποθητή
και στο χωρισμό που πάλι θα μ'αφήσει μόνο.
Ορκίζομαι, εις των πνευμάτων τους αμέτρητους στρατούς,
στ'αδέλφια μου που κυβερνώ μοιραία,
στων αγαθών αγγέλων την ρομφαία,
στους ακοίμητους αυτούς και άσπονδους εχτρούς.
Ορκίζομαι στα Ουράνια, στον Άδη,
και σε σένα. Σε ό,τι η Γή έχει πιο ιερό.
Ορκίζομαι στο πρώτο σου δάκρυ το πικρό
και στων ματιών σου το τελευταίο χάδι.
Στην πνοή σου, και στ'αθώα σου χειλάκια,
στα μεταξένια σου μαλλάκια τα σγουρά.
Ορκίζομαι στην ευδαιμονία, στου πόνου τα φαρμάκια,
και στου Έρωτα μου τη χαρά.
Αρνήθηκα κάθε περήφανη σκέψη, δολερή,
η παλιά εκδίκηση έχει για πάντα σβήσει.
Από τώρα, νου κανενός ποτέ δεν θα κεντρίσει
της πονηρής της κολακείας το κεντρί`
θέλω με τον Ουρανό να φιλιωθώ,
θέλω ν'αγαπώ, σε προσευχή να γονατίσω,
θέλω να πιστεύω στο αγαθό.
Με δάκρυα μετάνοιας εγω θα σβήσω
απ'το μέτωπό μου, το άξιο για σένα,
κάθε ίχνος της Ουράνιας της φωτιάς που θα χαθεί,
κι απο δω κι εμπρός, ο κόσμος χωρίς εμένα,
σε μιαν άγνοια ήρεμη αιώνια ας ανθεί.
Ω, πίστεψε, μονάχα εγώ, πνεύμα του πόνου,
σ'εκτίμησα και σ'εννόησα σωστά.
Κι αφού σ'εδιάλεξα σαν ιερό δικό μου,
την εξουσία μου έριξα στα πόδια σου μπροστά.
Τον έρωτα σου, περιμένω σαν δώρο, με λαχτάρα,
για μια στιγμή, σου δίνω το αιώνιο φως.
Σαν στην κακία, πίστεψε στον Έρωτα, Ταμάρα,
είμαι αμετάβλητος εγώ, μεγάλος και τρανός.
Ελεύτερο τέκνο εγώ, του αιθέρα,
πέρ'απ'τ'άστρα θα σε πάω μακριά,
κι εκεί, βασίλισσα. Εκεί, νύχτα και μέρα
θα σ'έχω πάντα, γλυκειά μου συντροφιά.
Αμέτοχη, χωρίς καμιά συμπόνια
θα ρίχνεις το βλέμμα σου πάνω στη Γή,
όπου δεν υπάρχει ούτ'ευτυχία αληθινή
ούτ'όμορφιά που να βαστάει αιώνια,
όπου μόνον εγκλήματα και αίματα ποτάμι.
Χυδαία πάθη μόνο βλέπεις, ποταπά,
που άφοβα κανείς δεν ξέρει τι να κάνει,
ή να μισεί ελεύτερα, ή ν'αγαπά.
Ή μήπως σου είναι άγνωστο αυτό το ψέμα,
των θνητών ο έρωτας, που βαστάει ένα λεπτό,
ανάβει το νεανικό το αίμα
μα με τον καιρό παγώνει κι αυτό;
Ποιος μπορεί αλλού να μην πετάξει
με άλλα όνειρα, πρόθυμος στο χωρισμό;
Ώ όχι, καλή μου φίλη, δεν είναι για σένα
να το ξέρεις, απ'τη μοίρα γραφτό,
στην προστυχιά τα νιάτα δοσμένα,
βουβά να μαραθείς σ'ένα χώρο κλειστό.
Ανάμεσα σε όντα λιγόψυχα και κρύα
σε φίλους διπρόσωπους κι εχτρούς
σε φόβους, χωρίς καμιά παρηγοριά
σε κόπους άκαρπους και βαρετούς.
Η μοναξιά είναι κατάρα, συμφορά
χωρίς πάθη δεν θα ζήσεις.
Στην προσευχή δεν θα βρεις τη χαρά
ανθρώπους και θεούς δεν θα γνωρίσεις.
Ώ όχι, ωραία κόρη ζηλεμένη,
εσύ, για άλλους προορίστηκες καημούς`
βάσανο αλλιώτικο σε περιμένει,
άλλους πιο μεγάλους θα νιώσεις κραδασμούς.
Άσε λοιπόν όσους πόθους είχες πρώτα,
τον άμοιρο κόσμο στο δρόμο του το φυσικό,
και τα βαθειά περήφανα της γνώσης φώτα
θα τα πάρεις από μένα, δώρο μαγικό.
Μύρια πνεύματα, όλα όργανα δικά μου,
θα φέρω να τα ρίξω στα πόδια σου μπροστά,
σκλάβες μαγευτικές, ανάλαφρες, βασίλισσα μου,
θα σου'χω έτοιμες να σε λατρεύουν πιστά.
Κι απ'της ανατολής τ'αστέρι
θα κόψω ενα στεφάνι, ολόχρυσο, αστραφτερό
με μεσονυχτιακή δροσιά απο λούλουδα, γλυκό μου ταίρι,
θα το ραντίσω για να'ναι πάντα δροσερό.
Μ'αχτίδα δύσης άλικης θε να στολίσω
σαν με κορδέλα το σώμα σου τ'αρμονικό
και τον αγέρα γύρω σου θα τον ποτίσω με άρωμα καθάριο και μεθυστικό.
Αψίδες ανθοστόλιστες γύρω σου θα στήσω,
την ακοή σου θα ευφραίνω με τραγούδια τρυφερά`
παλάτια όμορφα και πλούσια θα χτίσω,
με κεχριμπάρι και πετράδια λαμπερά.
Στα σύγνεφα ψηλά θε να πετάξω,
στο βυθό της θάλασσας θα βουτηχτώ,
όλα τ'αγαθά της γης στα πόδια σου θα ρίξω.
Αγάπα με, αυτό μονάχα σου ζητώ.

Михаил Юрьевич Лермонтов (Ο Όρκος του Δαίμονα)

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Υποθήκη

Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,
γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. Γράφω ένα στίχο,
γράφω τον κόσμο˙ υπάρχω˙ υπάρχει ο κόσμος.
Από την άκρη του μικρού δαχτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.
Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα
είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.

Γιάννης Ρίτσος (Υποθήκη)

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Καρδιά μου

Καρδιά μου σε θεμελίωσαν οι πόνοι
σε βρήκε η συμφορά για καταφύγιο
μα πόσο σε θαυμάζω:
Έχεις το θάρος
χίλιες φορές ακόμα ν'αγαπήσεις
χίλιες φορές ακόμα ν'αντικρίσεις
το χάροντα, στη θύρα σου επισκέπτη
και τα καράβια που ποτέ δεν θα'ρθουν
σκυφτή στην προκυμαία να περιμένεις.

Στο γκρέμισμα της μιας σου αγάπης πάνω
χτίζεις μιαν άλλη, σαν πρωτοπλασμένη.
Ποδοπατάς τους όρκους σαν τα φύλλα
τα φθινοπωρινά, τα μαραμένα
κι άπιστη έχεις γενεί μεσ'στη χαρά σου
και χριστιανή πιστή μέσα στις λύπες.

Καρδιά μου σαν μεγάλο είσαι βιβλίο
κι όσο σε ξεφυλλώ τόσο μαθαίνω.

Александр Сергеевич Пушкин (Καρδιά μου)

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

Ύστατη Ώρα

Ένα άρωμα έμενε στην κάμαρά του, ίσως μονάχα
απ’ την ανάμνηση, μπορεί κι απ’ το παράθυρο
μισάνοιχτο στην εαρινή βραδιά. Ξεχώρισε
τα πράγματα που θά ’παιρνε μαζί του. Σκέπασε
μ’ ένα σεντόνι τον μεγάλο καθρέφτη. Κι ακόμη
στα δάχτυλά του εκείνη η αφή ευμελών σωμάτων
κι η αφή, η μοναχική, της πένας του – όχι αντίθεση·
υπέρτατη ένωση της ποιήσεως. Δεν ήθελε
να απατήσει κανέναν. Πλησίαζε το τέλος. Ρώτησε
ακόμη μιά φορά: «Ευγνωμοσύνη τάχα, ή θέληση
ευγνωμοσύνης;» Κάτω απ’ το κρεβάτι του πρόβαιναν
γεροντικές οι παντόφλες του. Δε θέλησε
να τις σκεπάσει – (ω, βέβαια, άλλοτε). Μονάχα,
σαν έβαλε το κλειδάκι στην τσέπη του γιλέκου του,
κάθισε πάνω στη βαλίτσα του, καταμεσής της κάμαρας,
ολομόναχος, κι άρχισε να κλαίει, γνωρίζοντας,
πρώτη φορά με τόση ακρίβεια, την αθωότητά του.

Γιάννης Ρίτσος (Ύστατη Ώρα)

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Νύξεις

Το δέντρο, το άγαλμα, ο κήπος, η γερόντισσα -
να συλλογιέσαι τη διάρκεια των λέξεων, να βγαίνεις
έξω απο το χρόνο, απ'την πύλη του ποιήματος.

*

παραλλαγή
Ένας άνθρωπος μόνος χαμογελάει μέσα στο σκοτάδι,
ίσως γιατί μπορεί να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι,
ίσως γιατί μπορεί να διακρίνει το σκοτάδι.

*

Άν γδυνόσουν μπροστά στο φεγγάρι,
το χέρι της ιστορίας θα γινόταν χρυσό.

*

Να βρίσκαμε πάλι τις καθάριες γραμμές, τα γυμνά μέλη
μέσα σ'έναν ελεύθερο ουρανό, πολύ βαθύ, πολύ γαλάζιο,
παρατηρώντας με ιερή προσοχή πάνω στο λόφο του Άργους
τέλη φθινοπώρου, ένα μεγάλο αγκάθι να σπαθίζει
με τις χρυσές αιχμές του τη λαμπρή ερημιά του κόσμου.

Γιάννης Ρίτσος (Νύξεις, επιλογή)

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Η θάλασσα πληθαίνει

Στάξε στη λίμνη
μόνο μια στάλα κρασί
και σβήνει ο ήλιος.

*

Τα δάχτυλά της
στο θαλασσί μαντίλι
κοίτα: κοράλλια

*

Βουλιάζει ο κόσμος
κρατήσου, θα σ'αφήσει
μόνο στον ήλιο.

*

Γράφεις
το μελάνι λιγόστεψε
η θάλασσα πληθαίνει.

Γιώργος Σεφέρης (Χαϊκού)

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Λουλούδι στην κούπα

Ξεχασμένο πράγμα,
λουλούδι στην κούπα,
αυτή την άνοιξη.

*

Ψηλά στα σύνεφα,
οι κορυδαλλοί
εισπνέουν την ομίχλη.

*

Σε μια μέρα άνθισε
και στον άνεμο μάδησε
η παπαρούνα.

*

Μοναξία.
μετά τα πυροτεχνήματα
ένας διάττων.

正岡 子規(Μασαόκα Σίκι, Χαϊκού)

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Άνθη Πορτοκαλιάς

Μπόρες βρέχουν
τα άνθη της πορτοκαλιάς,
ο άνεμος τα φυσάει,
ο κούκος τραγουδά
μες στα σύννεφα.

*

Σαν ατενίζω και σκέφτομαι
τούτο τον κόσμο
ξανά και ξανά,
ένα λευκό σύννεφο χάνεται
μέσα στον άδειο ουρανό.

藤原 俊成 (Φουτζιγουάρα Νο Σουνζέι, Τάνκα)

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

Μαξιλάρι

(με τον κρυφό εραστή)

Δεν το λέω σε κανέναν,
ούτε καν στα όνειρά μου, κι αν
μας καταλαβαίνει το μαξιλάρι,
τη θέση του θα πάρουν
τα δικά μας χέρια.

伊勢の御息所 (Ίσε, Τάνκα)

Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Οι ριτίδες του Νερού

Σου παραδόθηκα
(εσύ θα μπορούσες;)
όπως οι ρυτίδες του νερού
παραδίνονται
στον ήρεμο άνεμο.

*

Κρίμα τα ριζόφυλλα που 
χτυπά ο φθινοπωρινός άνεμος,
άκαρπα είναι σαν την
αγάπη μου, που κουράστηκες
να τη μεγαλώσεις.

*

Η ομορφιά των λουλουδιών
χάθηκε, κανείς δεν νοιάστηκε
κι εγώ κοιτούσα τον εαυτό μου
να γερνά μες στο κόσμο
καθώς βροχές έπεφταν.

*

Όσοι υπήρχαν χάθηκαν
και οι χαμένοι πλήθυναν,
θλίβομαι σ'αυτό τον κόσμο
κι αναρωτιέμαι
ως πότε θα αναστενάζω.

小野 小町 (Όνο Νο Κομάτσι, Τάνκα)

Κυριακή 8 Απριλίου 2018

Όνειρο

Γυρνώντας την αυγή στο σπίτι
μες απ'τη φθινοπωρινή χλόη
βρέχεται το μανίκι μου,
γίνεται μούσκεμα σαν γυρίζω
χωρίς να σε δω.

*

Πόσο φευγάτο
τ'όνειρο της νύχτας
που περάσαμε μαζί,
σαν κλείνω τα μάτια μοιάζει
πιο άπιαστο από ποτέ.

*

Ήρθες; Ήρθα;
Δεν ξέρω κάν,
αλήθεια ή όνειρο;
Κοιμόμασταν
ή ξύπνιοι ήμασταν;

*

Πέρασα το μερόνυχτο
μήτε ξύπνιος
μήτε κοιμισμένος
κοιτώντας σκεφτικός
τις ανοιξιάτικες βροχές.

在原 業平 (Αριγουάρα Νο Ναριχίρα, Τάνκα)

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Άνθη κερασιάς

Αν δεν υπήρχαν πράγματα
σαν τα άνθη της κερασιάς
σ'αυτόν τον κόσμο,
πόσο ατάραχες θα ήταν
οι καρδιές μας την άνοιξη!


在原 業平 (Αριγουάρα Νο Ναριχίρα, Τάνκα)