Σελίδες

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Ο Σιδεράς

Το γύφτικο πνιχτό, κατσουφιασμένο,
η ζέστη αβάσταχτη, βαρειά,
γδούποι, στριγγιές, βουητό ξεφρενιασμένο,
την κεφαλή γεμίζουν με καπνιά.

Σκυφτός ο σιδεράς πάνω απ'τ'αμόνι,
τα χέρια του δουλεύουν σα σπαθιά,
κόκκινο δίχτυ στη μορφή του απλώνει
η φλόγα με σπιθίσματα στριφτά.

Βλέμμα τραχύ, στυλό και ρωμαλέο
στο τόξο της φωτιάς λαμπρό
κίνηση αετού που παίρνει φόρα λέω
για να πετάξει πάνω απ'τον ωκεανό.

Χάλκευε, γύφτο, χτύπο με το χτύπο
κι ας τρέχει ο ιδρώτας στο μούτρο σου τ'αδρό
άναβε στις καρδιές κόκκινο κήπο
μακριά κι απο μιζέρια και καημό.

Ατσάλωνε γερά τη δύναμη σου,
κάνε τ'ατσάλι ακράταγην ορμή,
στ'όνειρο εκείνο το μεγάλο ορκίσου
πιο πέρα απ'των συνόρων τη γραμμή.

Εκεί μακριά, πίσω απ'τα μαύρα νέφη,
πέρα απ'την πύλη σκυθρωπών καιρών,
του ήλιου η τραχιά ακτινοβολία γνέφει
πάνω απ'τις απλωσιές των χωραφιών.

Βυθίζονται τα βοσκοτόπια, οι κάμποι
στης μέρας τη γλαυκή φεγγοβολή,
και πάνω απ'τα σπαρτά χαίρει και λάμπει
ώριμη η αυριανή συγκομιδή.

Με νέα ορμή ξεχύσου προς τον ήλιο
απ'τις αχτίνες μαύρος και χρυσός,
μακριά απ'του φόβου το σκιερό βασίλειο,
μακριά απ'το δισταγμό, στο μέγα φώς.

Константи́н Дми́триевич Бальмо́нт (Ο σιδεράς)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.