Φιλάργυρε πόνε, καθυστέρησε
το δώρο σου, αυτή την ώρα μου
των ποθητών εγκαταλείψεων.
Ένα όμποε παγωμένο συλλαβίζει
χαρά από αιώνια φύλλα,
όχι δικά μου, και φέρνει τη λήθη΄
βραδιάζει μέσα μου:
το νερό βασιλεύει
στα χλοερά χέρια μου.
Φτερά λικνίζονται στο βραχνό ουρανό
σαθρά: η καρδιά μεταναστεύει
κι εγώ μένω άγονος,
κι οι μέρες σωρός από πέτρες.
Salvatore Quasimodo (Βυθισμένο όμποε)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.