Σελίδες

Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Το Τραγούδι του Νικημένου

Είν'η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
σ'έν'ακύμαντο πέλαγο, νεκρό...

Βουβά και σκοτεινά τα μαύρα της παλάτια, τα ερημωμένα,
με τα βαριά παραθυρόφυλλα κλειστά για πάντα,
θλίβουν μ'ίσκιους ψυχρούς τα κοιμισμένα τα κανάλια,
που δεν θεν'αυλακώσουν πλέον, ποτές, ποτές,
γόντολες της χαράς, του έρωτα γόντολες,
μήτε απ'τον ανεξύπνητο τον ύπνο
θα κράξουν απαλόχορδες κιθάρες
βαθιούς αντίλαλους, σαν άλλοτε,
κάτου απ'τα τόξα των θλιμμένων γεφυριών.

Είν'η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
σ'έν'απέραντο πέλαγο, νεκρό...

Κάτου από μακρινούς νοσταλγικούς ορίζοντες
έγειρε κάποιο δείλι ξεχασμένο
σε λήθαργου θανατερού την κλίνη ο Ήλιος`
και σέρνοντας απέλπιδη, σε στήθη βαρυκύμαντα,
χείμαρρο ολόχρυσων μαλλιών η Δύση
τα φωτεινά της ρόδα τ'απαλότρεμα
ξεφύλλισε για πάντα...
Κι απλώθη ολόγυρα το αιώνιο βράδι,
το αφέγγαρο, το άναστρο, το στείρο βράδι,
που δεν μηνάει την νέαν Αυγή.

Είν'η ψυχή μου Βενετιά που αποκοιμήθη
σ'ύπνου ανονείρευτου τα κρύα τα βύθη...

Ένας ίσκιος που μου μοιάζει πλανιέται
στ'άφωνα πλάτη των διαδρόμων
του Δουκικού του παλατιού,
τον κυβερνήτη Δόγη καρτερώντας,
το Λογισμό, που δε θα ξαναρθεί,
γιατί έριξε την αρρεβώνα στο νεκρό το πέλαγο,
και τη βαριά κορώνα του στ'ακίνητα νερά,
κ'εχάθη στο μυστήριο των βαθύτατων κρυπτών
που τα κλειδιά τους πήρε η Λήθη.

Πέρα, σε ξένους, μακρινούς ορίζοντες,
δειλές κι αδύναμες σταμάτησαν οι ώρες,
διπλώνοντας τ'ακούραστα φτερά,
γιατ'είδαν μες στα σκότη τη γιγάντια
σκιά της Αιωνιότητος μπροστά τους πυργωμένη
με το αυστηρό το δάκτυλο της προσταγής στο στόμα`
κ'είναι μια θλίψη ολόγυρα απλωμένη,
νοσταλγική, σαν το στεφάνι, που αλησμονημένο
τρόπαιο μιας θρυλικής πρωτομαγιάς,
μαράθηκε από χρόνια στο μπαλκόνι
του έρμου κλειστού σπιτιού, που το αρνηθήκαν
ως και τα χελιδόνια κι όλο ρέβει
το Μάη προσμένοντας που δε θα ξαναρθεί.

Είν'η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
σ'άβυθο πέλαγο, μαρμαρωμένο, νεκρικό...

Κάποιες ώρες στο σκοτάδι προβαίνει
κι αρμενίζει ανοιχτά λευκό καράβι,
νύχτιο φάντασμα αχνόφωτο και διάφανο...
-ποιός αγέρας φουσκώνει τα πανιά του
στο αρυτίδωτο πέλαο του θανάτου;..-
και στην πλώρη του εμπρός, σ'άσκεπο φέρετρο,
με τα χείλη σφιγμένα σ'αδύναμο πείσμα,
με τα μάτια κλειστά και με χέρια που σφίγγουν
στα στήθη τα ψυχρά το μάταιο πλέον σπαθί του,
βαριοκοιμάται ο νικημένος κυνηγός του Ονείρου,
κ'είμ'εγώ -...κ'είμ'εγώ...-

Στου παλατιού του Δουκικού τον πιο αψηλό τον πύργο
τότες προβάλλει ο ίσκιος που μου μοιάζει,
που μοιάζει του νεκρού ταξιδευτή,
κι απέλπιδος τα κουρασμένα χέρια απλώνει
σ'αφωνη και βαριά λαχτάρα`
μα του κάκου προσμένει` αργοδιαβαίνει
το μυστικό το πλοίο, που δε φλοισβίζει
στη πλώρη του ο αφρός, μηδέ αυλακώνει
το πέλαγο ξοπίσω του η ανάμνηση,
και σβιέται στα σκοτάδια και στα μάκρη...

Είναι η ψυχή μου Βενετιά χαμένη...

Της δύναμης τα μπρούτζινα λιοντάρια
δεν είν'γραφτό ν'ανατινάξουνε την πλούσια χήτη
με μούγκρισμα χαράς` σιωπούν για πάντα
κάτου απ'τους θόλους τους ψηλούς τ'αρμόνια
της πίστεως, κ'η αδάμαστη των πύργων περιφάνια
στο αιώνιο βράδι τώρα έχει σβηστεί.

...Ένας ίσκιος που μου μοιάζει πλανιέται,
κατάδικος της Μοίρας, κάτου απ'τις καμάρες
του πικρού Γεφυριού των Στεναγμών,
φουρτούνα ή χαλασμό μάταια προσμένοντας
τα βουβά τα νερά να συνταράξει
ή να γκρεμίσει στο βυθό την πολιτεία την έρμη.

Είν'η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
που μήτε και το θάνατο προσμένει...


Νίκος Καρβούνης (Το τραγούδι του νικημένου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.