Σελίδες

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Επιφάνια

Τ᾿νθισμένο πέλαγο κα τ βουν στ χάση το φεγγαριο
μεγάλη πέτρα κοντ στς ραποσυκις κα τ᾿σφοδίλια
τ σταμν πο δν θελε ν στερέψει στ τέλος τς μέρας
κα τ κλειστ κρεβάτι κοντ στ κυπαρίσσια κα τ μαλλιά σου
χρυσά· τ᾿στρα το Κύκνου κι κενο τ᾿στρο λδεβαράν.

Κράτησα τ ζωή μου κράτησα τ ζωή μου ταξιδεύοντας
νάμεσα στ κίτρινα δέντρα κατ τ πλάγιασμα τς βροχς
σ σιωπηλς πλαγις φορτωμένες μ τ φύλλα τς ξις,
καμι φωτι στν κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τ ζωή μου· στ᾿ριστερό σου χέρι μία γραμμ
μι χαρακι στ γόνατό σου, τάχα ν πάρχουν
στν μμο το περασμένου καλοκαιριο τάχα
ν μένουν κε πο φύσηξε βορις καθς κούω
γύρω στν παγωμένη λίμνη τν ξένη φωνή.
Τ πρόσωπα πο βλέπω δ ρωτον μήτε γυναίκα
περπατώντας σκυφτ βυζαίνοντας τ παιδί της.
νεβαίνω τ βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές· χιονισμένος
κάμπος, ς πέρα χιονισμένος κάμπος, τίποτε δ ρωτον
μήτε καιρς κλειστός σε βουβ ρμοκλήσια μήτε
τ χέρια πο πλώνουνται γι ν γυρέψουν, κι ο δρόμοι.
Κράτησα τ ζωή μου ψιθυριστ μέσα στν πέραντη σιωπ
δν ξέρω πι ν μιλήσω μήτε ν συλλογισθ· ψίθυροι
σν τν νάσα το κυπαρισσιο τ νύχτα κείνη
σν τν νθρώπινη φων τς νυχτερινς θάλασσας στ χαλίκια
σν τν νάμνηση τς φωνς σου λέγοντας «ετυχία».
Κλείνω τ μάτια γυρεύοντας τ μυστικ συναπάντημα τν νερν
κάτω π᾿τν πάγο τ χαμογέλιο τς θάλασσας τ κλειστ πηγάδια
ψηλαφώντας μ τς δικές μου φλέβες τς φλέβες κενες πο μοῦ ξεφεύγουν
κε πο τελειώνουν τ νερολούλουδα κι ατς νθρωπος
πο βηματίζει τυφλς πάνω στ χιόνι τς σιωπς.
Κράτησα τ ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας τ νερ πο σ᾿γγίζει
στάλες βαρεις πάνω στ πράσινα φύλλα, στ πρόσωπό σου
μέσα στν δειο κπο, στάλες στν κίνητη δεξαμεν
βρίσκοντας ναν κύκνο νεκρ μέσα στ κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωνταν κα τ μάτια σου προσηλωμένα.

δρόμος ατς δν τελειώνει δν χει λλαγή, σο γυρεύεις
ν θυμηθες τ παιδικά σου χρόνια, κείνους πο φυγαν
κείνους
πο χάθηκαν μέσα στν πνο τος πελαγίσιους τάφους,
σο ζητς τ σώματα πο γάπησες ν σκύψουν
κάτω π τ σκληρ κλωνάρια τν πλατάνων κε
πο στάθηκε μία χτίδα το λιου γυμνωμένη
κα σκίρτησε νας σκύλος κα φτεροκόπησε καρδιά σου,
δρόμος δν χει λλαγή· κράτησα τ ζωή μου.
Τ χιόνι

κα τ νερ παγωμένο στ πατήματα τν λόγων.

Γιώργος Σεφέρης (Επιφάνια, 1937)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.