Σελίδες

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Πάνω σ'έναν ξένο στίχο

Στν λλη, Χριστούγεννα 1931

Ετυχισμένος πο κανε τ ταξίδι το δυσσέα.
Ετυχισμένος ν στ ξεκίνημα, νιωθε γερ τν ρματωσι 
μις γάπης, πλωμένη μέσα στ κορμί του,
σν τς φλέβες που βουίζει τ αμα.

Μις γάπης μ κατέλυτο ρυθμό, κατανίκητης σάν τ
μουσικ κα παντοτινς
γιατ γεννήθηκε ταν γεννηθήκαμε κα σν πεθαίνουμε,
ν πεθαίνει, δν τ ξέρουμε οτε μες οτε λλος κανείς.

Παρακαλ τ θε ν μ συντρέξει ν π, σ μι στιγμ
μεγάλης εδαιμονίας, ποι εναι ατ γάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος π τν ξενιτιά, κι κούω
τ μακριν βούισμά της, σν τν χ τς θάλασσας
πο σμιξε μ τ νεξήγητο δρολάπι.

Κα παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι κα πάλι, τ 
φάντασμα το δυσσέα, μ μάτια κοκκινισμένα π το
κυμάτου τν ρμύρα
κι π τ μεστωμένο πόθο ν ξαναδε τν καπν πο
βγαίνει π τ ζεστασι το σπιτιο του κα τ σκυλί
του πο γέρασε προσμένοντας στ θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας νάμεσα στ᾿σπρισμένα
του γένια, λόγια τς γλώσσας μας, πως τ μιλοσαν
πρν τρες χιλιάδες χρόνια.
πλώνει μία παλάμη ροζιασμένη π τ σκοινι κα τ
δοιάκι, μ δέρμα δουλεμένο π τ ξεροβόρι π τν
κάψα κι π τ χιόνια.

Θ῾λεγες πς θέλει ν διώξει τν περάνθρωπο Κύκλωπα
πο βλέπει μ᾿να μάτι, τς Σειρνες πο σν τς κούσεις
 ξεχνς, τ Σκύλλα κα τ Χάρυβδη π᾿νάμεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, πο δν μς φήνουν ν στοχαστομε
 πς είταν κι ατς νας νθρωπος πο πάλεψε 
μέσα στν κόσμο, μ τν ψυχ κα τ σμα.

Εναι μεγάλος δυσσέας· κενος πο επε ν γίνει τ
ξύλινο λογο κα ο χαιο κερδίσανε τν Τροία.
Φαντάζομαι πς ρχεται ν μ᾿ρμηνέψει πς ν φτιάξω
κι γ να ξύλινο λογο γι ν κερδίσω τ δική μου
Τροία.

Γιατ μιλ ταπειν κα μ γαλήνη, χωρς προσπάθεια,
λς μ γνωρίζει σν πατέρας
ετε σν κάτι γέρους θαλασσινούς, πο κουμπισμένοι στ
δίχτυα τους, τν ρα πο χειμώνιαζε κα θύμωνε
γέρας,

μο λέγανε, στ παιδικά μου χρόνια, τ τραγούδι το
ρωτόκριτου, μ τ δάκρυα στ μάτια·
τότες πο τρόμαζα μέσα στν πνο μου κούγοντας τν
ντίδικη μοίρα τς ρετς ν κατεβαίνει τ μαρμαρένια 
σκαλοπάτια.

Μο λέει τ δύσκολο πόνο ν νιώθεις τ πανι το καραβιο 
σου φουσκωμένα π τ θύμηση κα τν ψυχή
σου ν γίνεται τιμόνι.
Κα ν῾σαι μόνος, σκοτεινς μέσα στ νύχτα κα κυβέρνητος
 σν τ᾿χερο στ᾿λώνι.

Τν πίκρα ν βλέπεις τος συντρόφους σου καταποντισμένους
 μέσα στ στοιχεα, σκορπισμένους: ναν-ναν.
Κα πόσο παράξενα ντρειεύεσαι μιλώντας μ τος πεθαμένους,
ταν δ φτάνουν πι ο ζωντανο πο σο
πομέναν.

Μιλ... βλέπω κόμη τ χέρια του πο ξέραν ν δοκιμάσουν
ν ταν καλ σκαλισμένη στν πλώρη γοργόνα
ν μο χαρίζουν τν κύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στν καρδι το χειμνα.

Γιώργος Σεφέρης (Πάνω σ'έναν ξένο στίχο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.