Σελίδες

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Χέσιμο

μισομεθυσμένος
έφυγα απ'το σπίτι της
άφησα τις ζεστές κουβέρτες της
και καθώς ξενέρωνα
ούτε σε ποια πόλη
βρισκόμουν δεν ήξερα.
περπάτησα τριγύρω και
το αμάξι μου δεν το έβρισκα.
ήξερα όμως πως κάπου εκεί βρισκόταν.
χάθηκα κι εγώ ύστερα.
περπάτησα τριγύρω. ήταν
Τετάρτη πρωί και ο ωκεανός
φαινόταν προς το νότο.
μα μ'όλο αυτό το πιόσιμο:
τα σκατά ήταν έτοιμα να
μου βγουν απ'τα μπατζάκια.
τράβηξα κατά την θάλασσα.
είδα ένα κτήριο με καφετιά τούβλα
στην άκρη της θάλασσας.
μπήκα μέσα. ήταν ένας γέρος
που αγγκομαχούσε σε μια απ'τις
λεκάνες.
"γεια σου φίλε", μου είπε.
"γεια", απάντησα.
"σκέτη κόλαση είν'εκεί έξω εε;",
με ρώτησε.
"ναι", του απάντησα.
"θες να πιεις;"
"ποτέ πριν το μεσημέρι".
"τι ώρα είναι;"
"11:58".
"έχεις δυο λεπτά ακόμα".
σκουπίστηκα, τράβηξα το καζανάκι,
ανέβασα τα βρακιά μου και προχώρησα.
ο γέρος βογκούσε ακόμα πάνω στην λεκάνη του.
μου έδειξε ένα μπουκάλι με κρασί
στα πόδια του
σχεδόν άδειο
και το σήκωσα και ήπια το μισό
περιεχόμενο.
του έδωσα ένα πολύ παλιό και τσαλακωμένο
δολάριο
ύστερα βγήκα έξω στο γρασίδι
και ξέρασα.
κοίταξα τον ωκεανό και ο ωκεανός
έδειχνε εντάξει, γεμάτος μπλε και
πράσινο καρχαρίες.
γύρισα πίσω
στον δρόμο αποφασισμένος
να βρω το αυτοκίνητό μου.
μου πήρε μια ώρα και 15 λεπτά
και όταν το βρήκα
μπήκα μέσα έβαλα μπρος κι έφυγα
προσποιούμενος πως γνώριζα
όσα κι ο άνθρωπος
μπροστά από μένα.


Charles Bukowski (Χέσιμο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.