Σελίδες

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Στη Λούρδη Πήγαινα

Στη Λούρδη με το τρένο πήγαινα μια μέρα.
Ο χείμαρος απλώνονταν γαλάζιος πέρα ως πέρα.

Σαν από σίδερο λευκό φάνταζαν τα βουνά
μέσα στον ήλιο, κι έψελναν στο τρένο ¨Ωσαννά!¨

Όλοι τους ήταν νευρικοί, ξεφρενιασμένοι,
πυροί απ'τον ήλιο, κι απ'το δρόμο σκονισμένοι.

Δυστυχισμένοι με πρησμένη την κοιλιά,
τεντώνανε τα χέρια τους, προσεύχονταν κλαυτά.

Και σε μιαν έδρα από γαλάζια τσόχα, ορθός,
ένας παπάς σιγόψελνε: ¨Μεγάλος ο Θεός!¨

Κάτι γυναίκες πέρναγαν στο δρόμο κάπου κάπου
και λέγαν: ¨Σώσων, Κύριε! τα βάσανά τους άκου!¨

Κι η λιτανεία διάβαινε. Τα σύμβολα χρυσά
ελάμπανε στα λάβαρα που γέρνανε βαριά.

Ο ήλιος ήταν κάτασπρος απάνω στα σκαλιά,
στα ξεχαρβαλωμένα τα καμπαναριά.

Μα σε φορείο που το σηκώνανε δικοί,
-φτωχός πατέρας με γυμνή την κεφαλή

κι αδέρφια που όλο λέγανε: ¨Θε μου, κι ας γιάνει!¨-
μια νέα κοπέλα έτοιμη για να πεθάνει!

Ω! τι ωραία που φάνταζε! ως δεκοχτώ χρονώ,
και χαμογέλαε, φόραε τον πέπλο το λευκό.

Κι η λιτανεία διάβαινε. Τα σύμβολα χρυσά
ελάμπανε στα λάβαρα που γέρνανε βαριά.

Πώς έσφιγγα τα δόντια μου για να μην κλάψω εγώ,
τούτη την κόρη ως ένιωθα να την κρυφαγαπώ.

Με κοίταξε για μια στιγμή κι αυτή χαμογελώντας,
ένα λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της κρατώντας.

Μα τώρα πού είσαι τάχαντες; πες μου, σαν πού να πήγες;
έχεις πεθάνει; σ'αγαπώ εσένα που με είδες.

Ω! αν υπάρχεις, γλίτωσ'την, Θεέ μου, απ'το χαμό,
είχε δυο χέρια ολόλευκα, ψηλόλιγνο λαιμό.

Σώσ'την! κι ας είναι μοναχά για κείνον τον πατέρα,
που ακολουθούσε ξέσκεπος τη δόλια θυγατέρα!

Francis Jammes (Στη Λούρδη Πήγαινα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.