Σελίδες

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Ένας Γέροντας στην Ακροποταμιά

Στν Νάνη Παναγιωτόπουλο


Κι μως πρέπει ν λογαριάσουμε πς προχωρομε.
Ν ασθάνεσαι δ φτάνει μήτε ν σκέπτεσαι μήτε νὰ κινεσαι
μήτε ν κινδυνεύει τ σμα σου στν παλι πολεμίστρα,
ταν τ λάδι ζεματιστ κα τ λιωμένο μολύβι αλακώνουνε τ τειχιά.

Κι μως πρέπει ν λογαριάσουμε κατ πο προχωρομε,
χι καθς πόνος μας τ θέλει κα τ πεινασμένα παιδιά μας
κα τ χάσμα τς πρόσκλησης τν συντρόφων π τν ντίπερα γιαλὸ`
μήτε καθς τ ψιθυρίζει τ μελανιασμένο φς στ πρόχειρο νοσοκομεο,
τ φαρμακευτικ λαμπύρισμα στ προσκέφαλο το παλικαριο 
πο χειρουργήθηκε τ μεσημέρι`
λλ μ κάποιον λλο τρόπο, μπορε  ν θέλω ν πῶ καθς
τ μακρ ποτάμι πο βγαίνει π τς μεγάλες λίμνες τς
κλειστς βαθι στν  φρικ
κα τανε κάποτε Θες κι πειτα γένηκε δρόμος κα δωρητς
κα δικαστς κα δέλτα`
πο δν εναι ποτές του τ διο, κατ πο δίδασκαν ο πάλαιο
γραμματισμένοι,
κι στόσο μένει πάντα τ διο σμα, τ διο στρμα, κα
   τ διο Σημεο,
διος προσανατολισμός.

Δ θέλω τίποτε λλο παρ ν μιλήσω πλά, ν μο δοθε
   τούτη χάρη.
Γιατ κα τ τραγούδι τ φορτώσαμε μ τόσες μουσικς
   πο σιγὰ σιγά, βουλιάζει
κα τν τέχνη μας τ στολίσαμε τόσο πολ πο φαγώθηκε
   π τ μαλάματα τ πρόσωπό της
κι εναι καιρς ν πομε τ λιγοστά μας λόγια γιατ
   ψυχή μας αριο κάνει πανιά.

ν εναι νθρώπινος πόνος δν εμαστε νθρωποι μόνο
   γι ν πονομε
γι᾿ατ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοτες τς μέρες, τό μεγάλο ποτάμι
ατ τ νόημα πο προχωρε νάμεσα σ βότανα κα σ χόρτα
κα ζωνταν πο βόσκουν κα ξεδιψον κι νθρώπους πο
   σπέρνουν κα πο θερίζουν
κα σ μεγάλους τάφους κόμη κα μικρς κατοικίες τν νεκρν.
Ατ τ ρέμα πο τραβάει τ δρόμο του κα πο δν εναι
   τόσο διαφορετικ π τ αμα τν νθρώπων
κι π τ μάτια τν ανθρώπων ταν κοιτάζουν σια πέρα
   χωρς τ φόβο μς στν καρδιά τους,
χωρς τν καθημεριν τρεμούλα γι τ μικροπράματα
   στω κα γι τ μεγάλα`
ταν κοιτάζουν σια πέρα καθς στρατοκόπος πο 
συνήθισε ν᾿ναμετρ τ δρόμο του μ τ᾿στρα,
χι πως μες, τν λλη μέρα, κοιτάζοντας τ κλειστ
    περιβόλι στ κοιμισμένο ράπικο σπίτι,
πίσω π τ καφασωτά, τ δροσερ περιβολάκι ν᾿λλάζει σχμα,
ν μεγαλώνει κα ν μικραίνει`
λλάζοντας καθς κοιτάζαμε, κι μες, τ σχμα το πόθου μας
κα τς  καρδις μας,
στ στάλα το μεσημεριο, μες τ πομονετικ ζυμάρι
   νς κόσμου πο μς διώχνει κα πο μς πλάθει,
πιασμένοι στ πλουμισμένα δίχτυα μις ζως πο είτανε
    σωστ κι γινε σκόνη κα βούλιαξε μέσα στν μμο
φήνοντας πίσω της μονάχα κενο τ προσδιόριστο
λίκνισμα πο μς ζάλισε μις ψηλς φοινικις.

Γιώργος Σεφέρης (Ένας γέροντας στην ακροποταμιά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.