Σελίδες

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Στην Ελένη

Σ'ΕΙΔΑ μονάχα μια φορά πριν χρόνια`
δεν ξέρω π ό σ α χρόνια - ωστόσο λ ί γ α.
Κι ήταν Ιούλιος - νύχτα πανσελήνου.
Σαν τη ψυχή σου υψώθηκε η σελήνη,
δρόμο ψηλά στα ουράνια αναζητώντας,
και του αργυρού φωτός της έπεφτεν ο πέπλος
γεμάτος ύπνο, θέρμη και γαλήνη
στις ανοιγμένες όψεις χίλιων ρόδων
που ανθίζανε σε κήπο μαγεμένο,
όπου κι η αύρα ακόμη ακινητούσε -
έπεφτε στ'ανοιγμένα πάνω ρόδα,
που σ'έκσταση θανάτου ανταποδίδαν,
στο φως ετούτο της αγάπης, τις ψυχές τους
απ'άρωμα` έπεφτε στα ρόδα εκείνα
που πέθαιναν μειδιώντας στις βραγιές τους,
απο την όψη σου -όλη ποίηση- μαγεμένα.

Λευκοντυμένη σ'είδα ξαπλωμένη
σε βιολετιά πλαγιά και το φεγγάρι
έπεφτε στ'ανοιγμένα πάνω ρόδα
και στης δικής σου της μορφής τη θλίψη.

Δεν ήταν Μοίρα που τη νύχτα εκείνη -
δεν ήταν Μοίρα (αλλιώς, τη λένε Θλίψη)-
που μου'πε να σταθώ μπροστά στην πόρτα
και το θυμίαμα όλο να αναπνεύσω
των ανοιγμένων ρόδων; Ησυχία:
ο μισητός ο κόσμος πια κοιμόταν,
εξόν εσύ κι εγώ (Θεέ μου, πόσο
καρδιοχτυπώ σαν σμίγω αυτές τις λέξεις)
εκτός από τους δυο μας. Στάθηκα -είδα-
και ξάφνου όλα τα πράγματα χαθήκαν.
(Σκέψου που ο κήπος ήταν μαγεμένος!)

Και χάθηκαν στ'ωχρό φως της σελήνης
και χλοερές πλαγιές και μονοπάτια,
θλιμμένα δέντρα και χαρούμενα άνθη
χαθήκαν` κι ως και το άρωμα των ρόδων
στο ερωτευμένο αγέρι ξεψυχούσε.
Χαθήκαν όλα. Για να μείνει μόνο
το φως το υπερουράνιο των ματιών σου.
των υψωμένων η ψυχή ματιών σου.
Κι εγώ μονάχα εκείνα κοίταξα ώρα,
εκείνα που ήτανε για μένα ο κόσμος.
Και στα κρυστάλλινά τους διάβαζα άστρα
την άγριαν ιστορία της καρδιάς σου:
τον μαύρο πόνο, τη μεγάλη επλίδα,
και την τιμή σου -θάλασσα γαλήνια-,
τις τολμηρές σου επιθυμίες κι εντός σου
της δυνατής σου αγάπης τις αβύσσους!

Τέλος βυθίστηκε η Άρτεμη από εμπρός μου
στα ηλεκτρισμένα σύννεφα της δύσης.
Κι εσύ σαν φάσμα γλίστρησες στων δέντρων
τις σκιές μακριά. Τ α  μ ά τ ι α  σ ο υ  δ ε ν  φ ύ γ α ν.
Δ ε ν  θ α  μ π ο ρ ο ύ σ α ν ε  ν α  φ ύ γ ο υ ν -
και δεν φύγαν.
Τον δρόμο μου φωτίσαν στο σκοτάδι.
Κι αν έφυγαν κι οι ελπίδες, τ ο ύ τ α μείναν.
Μ'ακολούθούν και μ'οδηγούν στα χρόνια,
μ'υπηρετούνε - τον δικό τους σκλάβο.
Δουλειά τους φως και φλόγα να σκορπάνε.
Χρέος μου ν α  μ ε  σ ώ σ ε ι  η λάμψη εκείνων,
να με εξαγνίσει η ηλεκτρική τους φλόγα,
στην παραδείσια φλόγα τους ν'αγιάσω.
Και μ'ομορφιά κι ελπίδα την ψυχή μου
γεμίζουν - είναι τ'άστρα που σε εκείνα
γονατιστός προσεύχομαι τις νύχτες
σε σιωπηλές θλιμμένες αγρυπνίες.
Μα και στο λαμπερό το μεσημέρι
τα βλέπω - δυο γλυκούς κι ακτινοβόλους
αυγερινούς, που ο ήλιος δεν τους σβήνει!

Edgar Allan Poe (Στην Ελένη 2)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.