Σελίδες

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018

Κυλούσε απ'το μπουκάλι

Κυλούσε απ'το μπουκάλι σαν κλωστή το μέλι, χρυσαφί,
τόσο πηχτό και τόσο αργά, που πρόλαβε να πει η κυρά:
"Η μοίρα κι αν μας έριξε σε μια Ταυρίδα θλιβερή
δεν πλήττουμε ποτέ", και στρέφοντας εκοίταξε μακριά.

Τον Βάκχο λειτουργούν παντού, λες κι έμειναν στον κόσμο μοναχοί
οι φύλακες και τα σκυλιά (περνάς, κανέναν δε θα συναντήσεις),
ίδια βαριά βαρέλια οι μέρες ήρεμες κυλάν εκεί
μακριά, φωνές σε μια καλύβα, τι να πεις, τι ν'απαντήσεις;

Μετά το τσάι σε κήπο βγήκαμε τεράστιο, καστανό,
σαν βλεφαρίδες στα παράθυρα οι κουρτίνες σκοτεινές, κλειστές`
με αέρινο γυαλί περιχυμένο, νυσταγμένο το βουνό.
Να δούμε τα σταφύλια τρεις κολόνες παρακάμψαμε λευκές.

Είπα: τ'αμπέλι σαν πανάρχαια μάχη ζει. Στριφτοί οι ιππείς
χτυπιούνται, και χτυπάν σε παρατάξεις κατσαρές, σγουρές.
Στην κακοτράχαλη Ταυρίδα της Ελλάδας η επιστήμη, και θα δεις
ολόχρυσων κι αρχοντικών στρεμμάτων σκουριασμένες αυλακιές.

Κι εκεί στην άσπρη κάμαρα σαν ανυφάντρα, ορθή η σιωπή.
Μυρίζει ξίδι από την κάβα, γιοματάρι και μπογιά.
Σε σπίτι ελληνικό, μια σύζηγος, θυμάσαι, στανική μνηστή
-όχι η Ελένη, η άλλη- πόσα χρόνια όλο κεντούσε στη σειρά;

Πού να'σαι τώρα δέρας συ χρυσόμαλλο, ποιος να το πει;
Βαριά τα κύματα λυσσομανούσανε στη διαδρομή του μόνου,
και το καράβι αφήνοντας, το σκουριασμένο πρωραίο πανί,
στο σπίτι γύρισε ο Οδυσσέας πλήρης χώρου, πλήρης χρόνου.

О́сип Эми́льевич Мандельшта́м (Κυλούσε απ'το μπουκάλι...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.