Σελίδες

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Ανάμνηση της Μαρίας Α.


Μια μέρα βαθυγάλαζου Σεπτέμβρη,
Ήσυχος κάτω από μια δαμασκηνούλα
Κράτησα την αγάπη μου φρόνιμη και χλωμούλα
Σαν ένα όνειρο γλυκό στην αγκαλιά μου.
Και πάνω μας στον όμορφο καλοκαιρινό ουρανό
Πλανιόταν ένα σύννεφο που κοίταξα για ώρα:
Κατάλευκο, θαρρείς αρμένιζε ψηλά
Μα σαν εξανακοίταξα, είχε χαθεί, σκορπίσει.

Πολλά πολλά φεγγάρια απο τη μέρα κείνη
Πέρασαν κολυμπώντας το πέλαο τ'ουρανού.
Τώρα πια τα δαμάσκηνα θα τα'χουνε τινάξει:
Εσύ ρωτάς τι απόγινε ο έρωτας εκείνος;
Αυτό σου λέω: εγώ δεν τον θυμάμαι πια.
Όμως το τι θα σκέφτεσαι γνωρίζω,
Ας μη θυμάμαι πια το πρόσωπο σου,
Θυμάμαι μόνο πως το φίλησα μια μέρα.

Και το φιλί θα'χα ξεχάσει ακόμα
Δίχως κείνο το σύννεφο ψηλά στον ουρανό,
Αυτό πάντα θυμάμαι και δεν το λησμονώ:
Ήταν λευκό, κατέβαινε στη γη απ'τον αιθέρα.
Μπορεί οι δαμασκηνιές να βγάζουν άνθη ακόμα
Μπορεί κείνη η γυναίκα να'χει εφτά παιδιά,
Κείνο το σύννεφο άνθισε μόνο για μια στιγμή
Και χάθηκε σαν θέλησα να το ξανακοιτάξω.

Bertolt Brecht (Ανάμνηση της Μαρίας Α.)

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Ένα μάθημα σχεδίου


Ο γιος μου έσπρωξε
την παιδική παλέτα του μπροστά μου

και μου ‘πε να του ζωγραφίσω ένα πουλί.

Βούτηξα το πινέλο μου στο γκρι

σχεδιάζοντας ένα τετράγωνο με κλειδαριές και σίδερα.
Τότε με γουρλωμένα μάτια είπε:
«…Μα αυτό, Πατέρα, είναι μια φυλακή,
δεν ξέρεις ένα πουλί πώς ζωγραφίζεται;»
Και του απάντησα: συγγνώμη, γιε μου
έχω ξεχάσει τα σχήματα των πουλιών.


Ο γιος μου έσπρωξετο μπλοκ ζωγραφικής μπροστά μου
και μου ‘πε να του ζωγραφίσω τον ανθό του σιταριού.
Κράτησα την πένα,του σχεδίασα ένα όπλο.
Tότε με ύφος κοροϊδευτικό με ρώτησε:
«Μα δεν μπορείς να ξεχωρίσεις
ένα όπλο απ’ το σιτάρι;»
Και απάντησα: «Άκουσε, γιε μου,
κάποτε γνώριζα το σχήμα του σταριού
και τη μορφή του καρβελιού
κι ενός τριαντάφυλλου την όψη.
Μα τώρα ο καιρός δυσκόλεψε
τα δέντρα του δάσους προσχώρησαν στην πολιτοφυλακή
κι η εξουθένωση τύλιξε το τριαντάφυλλο.
Τώρα οι μέρες αρματώθηκαν
το σιτάρι οπλοφορεί
το πουλί οπλοφορεί
η κουλτούρα οπλοφορεί
η θρησκεία οπλοφορεί
και δεν μπορείς να αγοράσεις ένα καρβέλι ψωμί
χωρίς να βρεις ένα όπλο στην ψίχα του
και δεν μπορείς να κόψεις ένα τριαντάφυλλο
χωρίς να σου πεταχτούν αγκάθια στο πρόσωπο
και δεν μπορείς να αγοράσεις ένα βιβλίο
χωρίς να εκραγεί στα δάχτυλά σου».
Τότε ο γιος μου κάθισε στου κρεβατιού την άκρη
ζητώντας μου να απαγγείλω ένα ποίημα,
κι ένα δάκρυ μου ξαφνικά ρίχτηκε στο μαξιλάρι.
Πήγε και το ‘γλειψε να το γευτεί
κι ύστερα είπε:
«Μα αυτό είναι δάκρυ, Πατέρα, όχι ποίημα!».
Και του αποκρίθηκα αμέσως:
«Όταν μεγαλώσεις, γιε μου, και γνωρίσεις
την ιερότητα της αραβικής ποίησης
θα δεις πως η λέξη με το δάκρυ βγαίνουνε αδέρφια
και πως το ποίημα δεν είναι παρά δάχτυλα που στάζουν.

Και τότε ο γιός μου 
έσπρωξε όλες τις μπογιές μπροστά μου
και μου ‘πε να του ζωγραφίσω μια πατρίδα γι’ αυτόν.
Το πινέλο τρεμούλιασε στο χέρι μου
και εγώ βούλιαξα, κλαίγοντας.

Nizar Qabbani (Ένα μάθημα σχεδίου)


Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ

Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια
που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας
 «πέρασε η ώρα»
εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους 
τοίχους των φυλακών
σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων
— μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι πού'σκιζε σίγουρα 
το χρόνο,
σε κάποιους στίχους που έμειναν στη μέση για να τους 
τελειώσουμε
σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μην τελειώσουμε.
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ — δύσκολος δρόμος.
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς
όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και μετράς το σφυγμό
του 
πάνου σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες.
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι. Σίγουρος δρόμος.
...

Γιάννης Ρίτσος (Κανισμένο τσουκάλι, απόσπασμα)

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Δεν χρειάζομαι ταφόπλακα


Δε χρειάζομαι ταφόπετρα, εγώ.
Αλλ’άν εσείς χρειάζεστε μια για μένα,
θα ήθελα κει πάνω να γραφτεί:
¨Έκανε προτάσεις. Εμείς
τις πράξη τις κάναμε¨.
Με μια τέτοια επιγραφή
θα΄ταν τιμή για όλους μας.

Bertolt Brecht (Δεν χρειάζομαι ταφόπλακα)

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Λήθη


Κλειστά εντός ανθοκομείου
υπό τα υελώματα τ' άνθη ξεχνούν
       πώς είν' η λάμψις του ηλίου
και πώς φυσούν αι αύρ' αι δροσεραί όταν περνούν.

Κωνσταντίνος Καβάφης (Λήθη)

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Ο Απόγονος


Το ομολογώ: Ελπίδα εγώ
καμία δεν έχω.
Οι τυφλοί μιλάνε για διέξοδο. Εγώ
βλέπω.

Όταν τις πλάνες όλες ξοδέψουμε,
τελευταίο στην παρέα μας μέλος
μένει απέναντί μας το Τίποτα.

Bertolt Brecht (Ο απόγονος)

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Το ύφος μιας ημέρας



We plainly saw that not a soul lived in that fated vessel!
EDGAR ALLAN POE

Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε ξένο 
τόπο
ο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής που φτερούγισε κι 
εχάθη σαν άγγελος Κυρίου
η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση 
και με τόσο κόπο·
ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου
 Σεπτεμβρίου.

Καινούρια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά 
παράθυρα φερετροποιεία…
Συλλογίστηκε κανένας τί υποφέρει ένας ευαίσθητος 
φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;
Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες
 ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία·
ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει
 αστρονομίζεται γυρεύει.

Στενοχωριέται: ά χτυπήσουν την πόρτα ποιός θ’ ανοίξει;
 Αν ανοίξει βιβλίο ποιόν θα κοιτάξει; Αν ανοίξει την 
ψυχή του ποιός θα κοιτάξει; Αλυσίδα.
Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα
 στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος
 μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει.

Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει
 το στοχασμό του που άρχισε σαν άνοιξε από το 
λιμάνι.
Πώς μεγαλώσαν τα νύχια του καπετάνιου… κι ο 
ναύκληρος αξούριστος που ’χε τρεις ερωμένες σε
 κάθε σκάλα…
Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ’ άρμενα καμαρώνουν κι 
η μέρα πάει να γλυκάνει.
Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η 
γοργόνα, κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη 
γάμπια καβάλα.

Γιώργος Σεφέρης (Το ύφος μιας ημέρας)