Σελίδες

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Στο δρόμο της Σίντρα

Στο τιμόνι της Σεβρολέτ για το δρόμο της Σίντρα,
στο φεγγαρόφωτο και στ'όνειρο, στον έρημο δρόμο,
οδηγώ μονάχος, οδηγώ σχεδόν σιγά, και λιγάκι
μου μοιάζει ή προσπαθώ λιγάκι να μου μοιάζει,
ότι ακολούθώ άλλο δρόμο, άλλο όνειρο, άλλο κόσμο,
ότι ακολουθώ σαν να μην υπάρχει η Λισαβόνα που άφησα
κι η Σίντρα που πρέπει να πάω,
ότι ακολουθώ, κι ότι ακολουθώ τι άλλο είναι απ'το δεν
σταματώ παρά ολοένα ακολουθώ;

Θα περάσω τη νύχτα στη Σίντρα γιατί δεν μπορώ να την
περάσω στη Λισαβόνα,
αλλά σαν φτάσω στη Σίντρα, θα λυπάμαι που δεν έμεινα στη Λισαβόνα.
Πάντα αυτή η ανησυχία χωρίς λόγο, χωρίς ειρμό, χωρίς συνέπεια,
πάντα, πάντα, πάντα,
αυτή η υπερβολική αγωνία του πνεύματος για το τίποτα,
στο δρόμο της Σίντρα, ή στο δρόμο του ονείρου ή στο δρόμο της ζωής...

Υπάκουο στις ασυνείδητες κινήσεις μου στο τιμόνι,
καλπάζει από κάτω μου, μαζί μου, το αυτοκίνητο που μου δάνεισαν.
Καθώς το σκέφτομαι, γελάω στο συμβολισμό του και στρίβω δεξιά.
Μέσα σε πόσα πράγματα που μου δάνεισαν βαδίζω στον κόσμο!
Πόσα πράγματα που μου δάνεισαν οδηγώ σαν δικά μου!
Πόσα απ'αυτά που μου δάνεισαν, αλί μου ο δυστυχής!, είμαι εγώ ο ίδιος!

Στ'αριστερά το χαμόσπιτο - ναι, το χαμόσπιτο - δίπλα στο δρόμο.
Δεξιά οι κάμποι απέραντοι, με το φεγγάρι στο βάθος.
Το αυτοκίνητο που πριν λίγο έμοιαζε να μου δίνει ελευθερία,
είναι τώρα ένα πράγμα όπου είμαι κλεισμένος,
που μπορώ να το οδηγήσω μόνο κλεισμένος μέσα του,
που το ελέγχω μόνο αν μπω μέσα του, αν αυτό μπει μέσα μου.

Στ'αριστερά πίσω απ'το ταπεινό χαμόσπιτο, πιο ταπεινό κι από ταπεινό.
Η ζωή εκεί πρέπει να'ναι ευτυχισμένη μόνο και μόνο γιατί δεν είναι δική μου.
Αν κάποιος μ'είδε απ'το παράθυρο του χαμόσπιτου, θα
σκεφτεί: αυτός είναι ο ευτυχισμένος.
Ίσως για το παιδί που παραμονεύει απ'το παράθυρο του πάνω δωματίου
ήμουν (με το δανεικό αυτοκίνητο) σαν όνειρο, νεράιδα αληθινή.
Ίσως για το κορίτσι που κοίταξε, ακούγοντας το θόρυβο της μηχανής,
απ'το παράθυρο της κουζίνας στο ισόγειο,
είμαι σαν τον πρίγκιπα που περιμένουν οι καρδιές όλων των κοριτσιών,
και θα με κρυφοκοιτάζει απ'το παράθυρο, μέχρι τη γωνία που θα χαθώ.
Θ'αφήσω όνειρα πίσω μου ή είναι τ'αυτοκίνητο που τ'αφήνει;
Εγώ, ο οδηγός του δανεικού αυτοκινήτου, ή το δανεικό αυτοκίνητο που οδηγώ εγώ;

Στο δρόμο της Σίντρα στο φεγγαρόφωτο, στη θλίψη,
μπροστά στους κάμπους και τη νύχτα,
οδηγώντας τη δανεική Σεβρολέτ απαρηγόρητα,
χάνομαι στο μελλοντικό δρόμο, εξαφανίζομαι στην απόσταση που διανύω,
και μ'έναν πόθο τρομερό, απότομο, βίαιο, ασύλληπτο, επιταχύνω...
Αλλά η καρδιά μου έμεινε στο σωρό τις πέτρες, που
προσπέρασα βλέποντας τον χωρίς να τον βλέπω,
στην πόρτα του χαμόσπιτου,
η αδειανή καρδιά μου,
η ανικανοποίητη καρδιά μου,
η καρδιά μου ανθρωπινότερη από μένα, ακριβέστερη απ'τη ζωή.

Στο δρόμο της Σίντρα, κοντά μεσάνυχτα, στο φεγγαρόφωτο, στο τιμόνι,
στο δρόμο της Σίντρα, τι κούραση της ίδιας της φαντασίας,
στο δρόμο της Σίντρα, όλο και πιο κοντά στη Σίντρα,
στο δρόμο της Σίντα, όλο και πιο μακριά από μένα...

Alvaro de Campos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.