Σελίδες

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Η Αυγή

Αγκαλιά πήρα και φίλησα την καλοκαιριάτικην Αυγή.

Τίποτε ακόμη στων αρχοντικών την πρόσοψη δε σάλευε. Άψυχα τα νερά.
Κι όλοι τους οι κατασκηνωμένοι, τόπους τόπους, ίσκιοι,
πλάι απ'του δάσους τον δρομάκο, στην ίδια θέση πάντα.
Κίνησα να περπατώ ξυπνώντας ολοζώντανες θερμές ανάσες
κι άνοιξαν μάτι τα πετράδια να κοιτάξουν, οι φτερούγες
υψώθηκαν αθόρυβα μες στον αέρα.

Το πρώτο συναπάντημα ήταν, στο μονοπάτι το σπαρμένο κιόλας
ωχρές δροσάτες λάμψεις, ένα λουλούδι που μου'πε τ'όνομά του.
Καταντίκρυ του καταράχτη του κατάξανθου γέλασα που αναμαλλιάστηκε
πάνου στα έλατα. Πιο ψηλά, στην κορυφή, πέτυχα τη Θεά.
Βάλθηκα τότε να της αφαιρώ τους πέπλους έναν έναν.
Μες στη δεντροστοιχία με χειρονομίες μεγάλες` πέρα στους κάμπους
όπου την κατάδωσα στον πρώτον πετεινό` καταμεσής της πολιτείας
όπου μου ξεγλιστρούσε ανάμεσα καμπαναριά και τρούλους.
Και δώσ'του εγώ ξοπίσω της σαν τον ζητιάνο να τρεχοκοπώ
στην πέτρινη την προκυμαία πάνου.

Κει που τελειώνει ο δρόμος, σιμά σ'έναν δαφνώνα, την αγκάλιασα
επιτέλους μ'όλους μαζί τους πέπλους κι ένιωσα μια στιγμούλα
επάνω μου το απέραντο κορμί της.

Ύστερα, κυλιστήκανε μαζί, Αυγή και αγόρι, στα ριζά του δάσους, χάμου.

Όταν ξύπνησα ήταν μεσημέρι.

Arthur Rimbaud (Η Αυγή)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.