Σελίδες

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Η καταπληκτική περιπέτεια του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι ένα καλοκαίρι στην εξοχή

Ήλιοι εκατό φλογίζανε τον ουρανό στη δύση,
κατακαλόκαιρο στις δόξες του Ιουλίου
η κάψα έκανε τη σανίδα πλέοντας ανάσκελα`
πέρα στην εξοχή
όμοια καμπούρα το βουνόν Ακούλα
φάνταζε πάνω στη ράζχη του Πουσκίνο,
την ώρα που πιο χαμηλά
κάποιο χωριό τις στέγες του έκανε
να τρίζουν και να σκάν'σα φλούδες.
Πίσω από το χωριό
μια τρύπα μόνον, όπου
ο ήλιος, κάθε μέρα, ταχτικά,
δίχως να λείψει μια φορά, να βασιλέψει πήγαινε
αργά, γεμάτος μεγαλείο.
Μα τ'άλλο το πρωί, να σου τον πάλι που ανεβαίνει
να πλημμυρίσει τον κόσμο με τις κοκκινάδες του.
Μια μέρα κι άλλη μέρα και συνέχεια
όλο το ίδιο, αρχίνισε στο τέλος
να μου χτυπάει στα νεύρα φοβερά.
Ώσπου κάποια φορά, με τέτοια οργή ξεσπώντας,
που όλα τριγύρω μου ζαρώσανε απ'τον φόβο τους,
πήγα κατάμουτρα στον ήλιο και του,μπηξα φωνή:
"Χάιντε μωρέ, κατέβα κάτου!
Σα δε βαρέθηκες να σούρνεσαι μέσα στις πυροστιές σου!"
Του'μπηξα, λέω, φωνή:
"Ακαμάτη!
Που το'στρωσες στα μαλακά μέσα στα σύννεφα
κι ούτε καθόλου που με λογαριάζεις,
ας βρέξει κι ας φυσήξει λίγο
που'χω σουρώσει ο δόλιος σκυμμένος στη δουλειά".
Και πάλι του'μπηξα φωνή:
"Για μια στιγμούλα
χρυσομέτωπέ μου, κάτι να σου πω!
Δεν θα'τανε καλύτερα
παρά ν'απλώνεις την αρίδα σου όπου λάχει
να'ρθεις και λίγο καταδώ
και να μου κάνεις μια μικρήν επίσκεψη;"
Πω πω τι μου'ρθε να το πω!
Χάθηκα ο δύστυχος!
Κινάει ο ήλιος πρόσχαρος
κι έρχεται ίσα καταπάνω μου,
δρασκελάει τους κάμπους
ανοίγοντας το βήμα των αχτίδων του.
Κάνω ένα βήμα πίσω,
προσπαθώ τον φόβο μου να κρύψω.
Τα μάτια του έχουν φτάσει στο περιβόλι,
κιόλας το πλημμυράν πέρα για πέρα.
Κι από κάθε παραθύρι, κάθε πόρτα,
κάθε χαραμάδα, την πιο παραμικρή
ο ήλιος, μ'όλο του τον Όγκο, μέσα στο σπίτι έχει στρωθεί.
Λίγο, για μια στιγμή, καταλαγιάζει
έπειτα παίρνει μιαν βαθιάν ανάσα
και με φωνή βαριά, μου λέει:
"Απ'τον καιρό που επλάστει ο κόσμος
πρώτη φορά που γίνεται και τούτο
στη γη να'ρχομαι πίσω μ'όλες τις φωτιές μου.
Με προσκάλεσες ε; δε με προσκάλεσες;
Δω'μου λοιπόν ένα φλιτζάνι τσάι,
Ποιητή,και φέρε μου γλυκά!"
Με μάτι βουρκωμένο
-κόντευε να μου στρίψει απο τη ζέστη-
του δείχνω παρακεί το σαμοβάρι:
"Ε λοιπόν, ορίστε,
κάθισε, αστέρι μου και πιες!"
Τι μου'ρχεται καμιά φορά κι ελόγου μου
να κάνω τέτοιες κουτουράδες-
παραζαλισμένος άκρη-άκρη σ'έναν μπάγκο κάθομαι
τρέμοντας μην τα κάνω τρισχειρότερα όλα.
Παρ'όλ'αυτά θωρούσ'απο τον ήλιο
ν'αναδίνεται ολοένα μια παράξενη
φωτεινάδα ειρηνική-
όπου σε λίγο να σου
λες κι ήμασταν παλιόφιλοι
αρχινίσαμε οι δυο μας να τα λέμε.
Τι και τούτο τι και κείνο
και τι βάσανα τραβάω
με την άτιμη δουλειά που'χω καταπιαστεί.
Πάνω'κει μου λέει ο ήλιος: "Ε, μην κάνεις κι έτσι,
μην μπερδεύεις πιο πολύ τα πράγματα!
Μπας και θαρρείς πως είναι και για λόγου μου
εύκολη δουλειά ν'αστράφτω;
Για δοκίμασε να δεις λιγάκι!
Όμως, τι να γίνει
μιας και για τούτο ετάχθηκες στον κόσμο
βάζεις τα δυνατά σου, πας και αστράφτεις όσο γίνεται".
Φλυαρήσαμε συνέχεια έτσι
ως τη στιγμή που πήρε να βραδιάζει`
(θέλω να πω, που'χαμε το συνήθειο να λέμε ότι βραδιάζει`
γιατί, μπορεί ποτέ να γίνει εδώ λόγος για βράδιασμα;)
Όπως και να'ναι, με το συ και με το σου
μια χαρά τα πήγαμε.
Τέλος, ύστερ'από κάμποσο,
μ'όλο το θάρρος κι η αφεντιά μου
του δίνω μια στον ώμο.
Και μου λέει ο ήλιος:
"Τι τα θέλεις, φιλαράκο,
υπάρχεις απ'τη μια εσύ
κι υπάρχω από την άλλη εγώ,
μ'ένα λόγο, υπάρχουμε κι οι δυο.
Έλα λοιπόν ψηλά να πάμε, Ποιητή,
εκεί που φτερουγίζουν οι αετοί
και τραγούδια να λέμε
στου κόσμου μέσα τη θολούρα.
Βάζω τον ήλιο τον δικό μου εγώ,
βάζεις και τον δικό σου εσύ
που'ν'όλο στίχους".
Το τείχος που'χαν οι σκιές υψώσει
καθώς της νύχτας φυλακή,
κάτω απ'τη δίδυμη των ήλιων μας την κανονιά, εσωριάστει.
Στίχοι και φως, σωστό ξεφάντωμα,
δώστε αστραφιά σ'ότι βρεθεί μπροστά σας!
Κι αν έρθει μια στιγμή που ο άλλος αποκάμει
και ζητάει τις νύχτες να πάει να κοιμηθεί
ώσαν τ'ανόητο κείνο τρωκτικό
που το καταλαμβάνει χειμερία νάρκη,
εδώ είμ'εγώ κι εγώ τ'αναλαμβάνω
ανατέλλοντας μεμιάς ολούθε ν'αχτιδοβολώ
κι η καμπάνα της μέρας ν'αντηχεί σαν πάντοτε και πάλι.
Λάμψη παντού
και ξανά λάμψη,
λάμψη ως την συντέλεια των ημερών,
όχι τσαρλατανιές και τέτοια!
Να! ποιο το δικό μου σύνθημα
και ποιο
το σύνθημα του ήλιου επίσης.

Влади́мир Влади́мирович Маяко́вский (Η καταπληκτική περιπέτεια του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι ένα καλοκαίρι στην εξοχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.