Σελίδες

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Τ'ονειρό μου

Γελούσαν τα τριαντάφυλλα, οι ανθοί μοσχοβολούσαν,
και σε πουλιού πουρπούλισμα μόνον εσειούντο οι κλάδοι,
κ'οι αντιλιάδες στης δροσιάς τις στάλες εγλυστρούσαν,
κι απο διαμάντι ολόσπαρτο μου εφάνη ένα λειβάδι`
τρεμουλιαχτές στα μάτια μου επαίζανε οι αχτίδες,
παρέκει εμουρμουρόκλαιγε μια βρύση στο πλευρό μου `
εδώ πώς σ'είδα μοναχή, πώς μοναχόν με είδες -
μου εφάνη είς τ'ονειρό μου.

Λές κι αγγελούδας ευμορφιά να σ'έδινε η χλομάδα,
τα μάτια σου αναγάλλιαζαν στη λάμψη και στην χάρη,
σα στο νερό το καθαρό του ήλιου η αντιλιάδα`
κι απ'τα μαλλιά σου επέρναγε το βάλσαμο να πάρει
χαρούμενο, ανεμπόδιστο της μοναξιας τ'αέρι`
και σα να μη μ'εγνώριζες, και σα στο λογισμό μου
ποτέ να μην επέρασες, ποτέ δεν σ'είχα φέρει -
μου εφάνη εις το ονειρό μου.

Ψιλό έπεφτε στους κόρφους σου το φόρεμα σαν πάχνη,
που έβλεπε και δεν έβλεπε τα στήθια σου το μάτι,
σα στον καθρέπτη τη θωριά όπου σκεπάζ'η άχνη,
μ'αγγέλου αέρα το κορμί το ολόλαμπρο σου επάτει`
και, σα να σε ξεγέλαγε με χίλια δυο η μοίρα,
ολόχαρη, ξεπέταχτη, σ'είδα στο λογισμό μου.
Κόρη, ας μή είναι η πλάνη μου αυτ'η χαρά που επήρα
για σένα στ'ονειρό μου.

Και γύρω, σα να εγύρευες ανθό της αρεσκείας σου,
στα χαμολούλουδ'έσκυφτες κ'οι πεταλούδες φεύγαν,
κ'εγώ, με κλώνο της μυρτιάς εσίμωσα κοντά σου`
μ'είδες γλαρά, δε λάλησες, αλλ'οί ματιές σου ελέγαν
πως ήθελε το χέρι σου τον κλώνο να μου πάρει`
μ'έδωκες το χαμόγελο, σ'έδωκα τον ανθό μου.
Τον πήρες` με κυπαρισσιού τον έσμιξες κλωνάρι -
μου εφάνη είς τ'ονειρό μου.

Εξύπνησα και στ'όνειρο πλανιέται ο λογισμός μου...
Τον κόσμον, κόρη, θα δηλοί το στολιστό λειβάδι`
το θαμποβόλημα, εξηγεί την πλάνη αυτή του κόσμου`
κι αγνώριστος που σ'έδωκα εγώ το μυρτοκλάδι,
σημαίνει για τον έρωτα πως μια ζωή δεν φθάνει`
με το κυπαρισσόκλωνο που έσμιξες τον ανθό μου,
δηλοί πως θ'αγαπά η ψυχή κι όταν κανείς πεθάνει.
Αυτό είναι τ'ονειρό μου.

Δημοσθένης Βαλαωρίτης (Τ'ονειρό μου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.