Σελίδες

Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο

Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Ατζεσιβάνο. Κ'ήτανε η ψυχή του 
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.
Κι όπως κυλά, απο τ'άδυτα του αδύτου
των ουρανών, μες στη νυχτιά εν'αστέρι,
ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απ'τα στήθη του πέταξε η πνοή του.

Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
Γιατί μονάχα εκείνοι π'αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξης τους το μεγάλο αστάχυ,
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!

Άγγελος Σικελιανός (Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα)

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Συνομιλία μ'έναν φοροεισπράκτορα περί ποιήσεως

Αρχίζεις να σπρώχνεις μια λέξη στο στίχο
κι η λέξη δεν μπαίνει.
Επιμένεις και σπάει.

Η ποίηση - είν'ένα ταξίδι
σ'άγνωστη χώρα.
Η ποίηση - είναι ταυτόσημη
με την παραγωγή ραδίου.
Για μια και μόνο λέξη
λιώνεις χιλιάδες τόνους
γλωσσικό μετάλλευμα.

Όσο πάει αγαπώ λιγότερο
όσο πάει λιγότερο τολμώ
η πιο φρικτή απόσβεση
είναι η απόσβεση του νου και της καρδιάς.

Όταν ο ήλιος θ'ανατείλει
σαν καλοθρεμμένος κάπρος
σ'ένα μέλλον δίχως αναπήρους και ζητιάνους,
μαζί μ'άλλους δυο τρεις του σιναφιού μου.
Συνάξτε από τώρα
τον μεταθανάτιο ισολογισμό μου!
Το βεβαιώνω και ξέρω πως δεν πέφτω έξω:
απ'όλους αυτούς
τους σημερινούς καταφερτζήδες
αυτούς που γλείφουνε ποδιές και πλένε στα λεφτά,
μονάχα εγώ θα μείνω βουτηγμένος μες στα χρέη.

Ο ποιητής
μένει πάντοτε χρεώστης
απέναντι στον κόσμο.
Πληρώνει πάντα τόκους και υπερημερίες
για τον πόνο των ανθρώπων.
Μένω χρεώστης
απέναντι στη φωτοχυσία του Μπρόντγουέι
απέναντι σε σας, σύνεφα της Βαγδάτης,
απέναντι στον Κόκκινο Στρατό, στις βυσσινιές
της Ιαπωνίας
που δεν πρόφτασα ως τώρα
να τις τραγουδήσω.

Влади́мир Влади́мирович Маяко́вский (Συνομιλία μ'έναν φοροεισπράκτορα περί ποιήσεως)

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Σονέτο του κρασιού

Σε ποιον τόπο, ποιον αιώνα, σε ποια μέρη χλοερά
από κάποια συναστρία σιωπηλά σχεδιασμένη
(μιαν αυγή που σε κανένα μάρμαρο δεν είν'γραμμένη)
μια μοναδική ιδέα να γεννήθηκε: η χαρά;

Το κρασί το ανακάλυψαν σε φθινόπωρα απαλά

κατακόκκινο στου χρόνου το ποτάμι να κυλά
και στη δύσβατη ζωή μας, με τη φλόγα, τη ροή του
να προσφέρει ανατάσεις κι έξαψη η μουσική του.

Στο ξενύχτι, ή το βράδυ μετ'από δύσκολη μέρα

τη διάθεση ανεβάζει ή την πίκρα στέλνει πέρα.
Τον διθύραμβο τον νέο που κεντάω τόσην ώρα

τον τραγούδησαν οι πέρσες και οι άραβες. Μα τώρα

δίδαξέ με πώς να βλέπω την πορεία μου, εσύ,
σα να ήταν κιόλας τέφρα μες στη μνήμη μου, κρασί.


Jorge Luis Borges (Σονέτο του κρασιού)

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Σύννεφο με παντελόνια

Ι
Πιστεύετε πως τούτα δω είναι μαλάριας λόγια;
Κι όμως συνέβη,
όλα στην Οδησσό έγιναν.
"Θα'ρθω στις τέσσερις", είπε η Μαρία.
Οκτώ.
Εννιά.
Δέκα.
Ήρθε το βράδυ
μέσ'στης νυχτιάς την φρίκη
κι έφυγε από τα παράθυρα
ο σκυθρωπός Δεκέμβρης.
Γελούν και χαχανίζουν
πίσ'απ'την γερασμένη πλάτη μου
τα κηροπήγια.
Να με αναγνωρίσετε τώρα δεν θα'ταν δυνατό:
ετούτος ο σκληρός ο κολοσσός
στενάζει
και σφαδάζει.
Τι θέλει άραγε τούτος ο σβώλος;
Είναι πολλά εκείνα που ζητά ο σβώλος!
Για μένα, βλέπετε, σημαντικό δεν είναι
ούτε να είμαι μπρούτζινος
μήτ'η καρδιά μου από ατσάλι να'ναι.
Τη νύχτα θέλω μοναχά η ταραχή μου
εκεί όπου είναι μαλακά να καλυφθεί,
εκεί όπου η γυναίκα είναι.
Και να,
τεράστιος
στο παραθύρι σκύβω
το τζάμι με το κούτελο ακουμπώ.
Θα έρθει ο έρωτας ή όχι;
Θα'ναι τρανός
ή μήπως μισερός;
Μα σε τέτοιο κορμί μπορεί μεγάλος να'ναι;
Μικρός θα πρέπει να'ναι,
ένας ερωτάκος ταπεινός.
Με των αυτοκινήτων τις κόρνες να τρομάζει
μα των αλόγων τα σήμαντρα ν'αγαπά.
Το πρόσωπο μου
όλο και βυθίζω
στη βλογιοκομμένη όψη της βροχής,
είμαι εκεί και περιμένω
απ'τα βογκητά της πόλης σαστισμένος.
Το μεσονύχτι, με μαχαίρι σημαδεύει,
τον φτάνει,
τον σφάζει,
πάρ'τον!
Έπεσε η δωδεκάτη ώρα,
σαν εκτελεσμένου κεφαλή.
Σταγόνες γκρίζες
στα τζάμια μαζεύτηκαν
μεγάλωσε η γκριμάτσα, πελώρια πια
σαν των χιμαίρων τα ουρλιαχτά
στου Παρισίου την Παναγία
Καταραμένη!
Ακόμα δεν σου φτάνει ούτε αυτό;
Το στόμα θα σκιστεί απ'τ'ουρλιαχτό.
Στήνω τ'αυτί κι ακούω:
ησυχία,
σαν άρρωστος πετιέμαι
απ'το κρεβάτι ευθύς.
Και να-
αφού πρώτα ανακάθισα
μετά να τρέχω άρχισα
ανήσυχος
μα συνεπής.
Μα τώρα πια αυτός και δύο άλλοι
της απόγνωσης σημαδεύουν την κάννη.
Έπεσε ο σοβάς στο κάτω πάτωμα.
Νεύρα-
μεγάλα,
μικρά,
πολλά!
Τρέχουν μανιασμένα
και απο τα νεύρα
κόβονται τα πόδια!
Στην κάμαρα η νύχτα ρίχν'ολοένα τις σκιές
μα απ'το κουρασμένο βλέμμα δεν φεύγουνε αυτές.
Σώπασαν άξαφνα οι πόρτες
στο ξενοδοχείο
ερημιά.
Μπήκες εσύ,
απότομη σα μούντζα
σφίγγοντας τα καστόρινα σου γάντια,
είπες:
"Ξέρετε, παντρεύομαι..."
Εντάξει, λοιπόν, παντρευτείτε.
Και τι μ'αυτό.
Θα επιβιώσω.
Πόσο είμαι ήρεμος κοιτάξτε.
Σαν του νεκρού
τον σφυγμό.
Θυμάστε;
Είχατε πει:
"Τζάκ Λόντον,
χρήματα,
έρωτας,
πάθος".
Εγώ όμως τότε άλλο είχα δει:
Είστε μια Τζοκόντα
που πρέπει να κλαπεί!
Και κλάπηκε.
Στο παιχνίδι θα ριχτώ ξανά ερωτευμένος
μια φλόγα θα φωτίσει των φρυδιών την ένταση.
Και λοιπόν!
Ακόμη και στο σπίτι που κάηκε κάποτε
ζουν, κάποιες φορές, αλήτες άστεγοι!
Εκνευριστήκατε;
"Έχει λιγότερα λεφτά ένας ζητιάνος
απ'ό,τι εσείς σμαράγδια τρέλας".
Θυμηθείτε!
Η Πομπηία εχάθηκε
σαν ο Βεζούβιος θύμωσε.
Έι!
Κύριοι!
Εραστές
των ιεροσυλιών
των εγκλημάτων
των σφαγών,
είδατε
ότι το πιο παράξενο απ'όλα
είναι το πρόσωπό μου
όταν είμαι ήρεμος απολύτως;
Το "Εγώ"
μου πέφτει λίγο.
Άλλος από μέσα μου θα ξεπεταχτεί.
Allo!
Ποιος είμαι;
Μαμά;
Μαμά!
Ο γιος σας είναι εξαιρετικά άρρωστος!
Μαμά!
Η καρδιά του φλέγεται!
Πείτε στις αδελφές μου, στη Λιούντα και στην Όλια,
πως δεν θα ξεφύγει πλέον.
Κάθε λέξη,
ακόμα κι αστεία,
που το καυτό του στόμα θα πει
σαν γυμνή πουτάνα θα πέσει
απ'το φλεγόμενο μπουρδέλο.
Οι άνθρωποι οσφρίζονται-
μύρισε καμένο!
Κόσμος μαζεύτηκε.
Αστράφτουν!
Τα κράνη!
Όχι οι μπότες!
Πείτε στους πυροσβέστες
στην φλεγόμενη καρδιά να πλησιάσουν τρυφερά.
Είμαι μόνος μου.
Τα δακρυσμένα μάτια μου κουβάδες θα γεμίσουν.
Στο πλάι σας αφήστε με να στηριχτώ.
Αδειάζω! Αδειάζω! Αδειάζω! Αδειάζω!
Σωριάστηκα.
Δεν την αδειάζεις την καρδιά!
Απ'το καμένο πρόσωπο,
απ'τις ρυτίδες μέσα
καρβουνιασμένο προβάλλει ένα χαμόγελο.
Μαμά!
Να ψάλω δεν μπορώ.
Μέσ'στης καρδιάς την εκκλησιά κλήρος λειτουργεί!

Καμένες λέξεων και αριθμών φιγούρες
απ'το κρανίο φεύγουν,
σαν παιδιά που τρέχουν μακριά απ'την πυρκαγιά!
Κι ο φόβος
απ'τον ουρανό αφανίζεται
υψώνοντας
της "Λουζιτάνιας" τα φλεγόμενα χέρια.
Στο διαμέρισμα
όπου τρέμοντας οι άνθρωποι κάθονται ήσυχα
μια λάμψη εκατόφεγγη ορμά απ'την προκυμαία.
Τελευταία κραυγή-
εσύ, τουλάχιστον,
πρόσφτασε όσα λέω, εις τους αιώνες.


Влади́мир Влади́мирович Маяко́вский (Σύννεφο με παντελόνια, Ι)

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Ελεγείο της ανέφικτης ανάμνησης

Και τι δε θα'δινα να'ρχόταν στη μνήμη
κείνος ο χωματόδρομος με τις ξερολιθιές
κι ένας ψηλός καβαλάρης ν'ανατέλλει ξημερώνοντας
(με το φαρδύ και τριμμένο του πόντσο)
κάποια μέρα στις μέρες του κάμπου,
κάποια μέρα όπως όλες.
Και τι δε θα'δινανα μου'ρχόταν στη μνήμη
η μητέρα μου κοιτώντας τα χαράματα
στο κτήμα της Σάντα Ιρένε,
δίχως να ξέρει ότι τ'όνομα της θα γινόταν Μπόρχες.
Και τι δε θα΄δινα για κείνη τη μνήμη
πως πολεμούσα, λέει, στη Σεπέδα
κι είδα τον Εστανίσλαο δελ Κάμπο
να χαιρετάει το πρώτο βόλι
με την έξαψη του θάρρους.
Και τι δε θα'δινα να θυμηθώ
μια εξώπορτα στο απόμερο σπίτι
που κάθε βράδυ άνοιγε ο πατέρας μου
προτού παραδοθεί στον ύπνο
και που την άνοιξε για τελευταία φορά
στις δεκατέσσερις Φεβρουαρίου του '38.
Και τι δε θα'δινα να μου'ρχονταν στη μνήμη
τα καράβια του Χένγκιστ
καθώς σηκώναν άγκυρες από τις αμμουδιές τις Δανίας
για να κυριεύσουν ένα νησί
που δεν ήταν ακόμα η Αγγλία.
Και τι δε θα'δινα να θυμηθώ
(κάποτε τον θυμόμουν μα τώρα πια όχι)
έναν πίνακα χρυσαφή του Τέρνερ,
αχανή σαν τη μουσική.
Και τι δε θα'δινα να μου'ρχοταν στη μνήμη
πως ακούω τη φωνή του Σωκράτη
που, εκείνο το απόβραδο, πίνοντας το κώνειο
εξέταζε γαλήνιος το πρόβλημα της αθανασίας
εναλλάσοντας συλλογισμούς και μύθους
καθώς ο θάνατος σκαρφάλωνε κυανός
από τα παγωμένα κιόλας πόδια του.
Και τι δε θα'δινα να θυμηθώ
που μου'χες πει πως μ'αγαπούσες
κι εγώ δεν είχα κλείσει μάτι ώς το πρωί
έτσι κατάπληκτος κι ευτυχισμένος.

Jorge Luis Borges (Ελεγείο της ανέφικτης ανάμνησης)

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Προσκλητήριο

...Κοιτάχτε αυτή τη θάλασσα, που δίχως
αχτή λαμποκοπά` κι αυτού του δέντρου
το λύγισμα` με πόση εμπιστοσύνη
δεν κρέμεται στον άνεμο! Κοιτάχτε
τα ράμφη των πουλιών που ακινητούνε
το μεσημέρι, τους σχισμένους βράχους...

Ασύγκριτη είναι η μέρα, που απ'το βάθος
με κυκλικές ψηλώνει παρελάσεις,
κι απέραντος ο κόσμος!.. Σηκωθήτε!
Η θάλασσα ανεβαίνει στην αυλή μας
κ'οι ορίζοντες χτυπούν τις πόρτες μας!

Πάνω απ'το δροσερό κ'ήσυχο κύμα
ξαναγυρίζει η άνοιξη! Τ'αγέρι
πηδά απ'της χαραυγής τη ρόδινη άχνα
σ'όλη τη γη! Τα μέτωπα αναπνέουν
κι ανθίζουν τα χαμόγελα που πλέκουν
το μέλλον της ζωής! Αγαπηθήτε!..

Γιατί, αδελφοί, να κάνουμε τις νύχτες
στοχαστικές, τις μέρες να βαραίνουν
απ'τη μελαγχολία τους, τραβηγμένες
στων θαλασσών τις άκρες; Τί στοιχίζει
στ'αηδόνι το τραγούδι κ'η ευγένεια
στην πρωινή βροχή; Αγαπηθήτε!..

Ας κλείσουμε και μείς τον προορισμό μας
καθώς αυτός ο ήλιος εκεί πάνω.
Ας φεύγουμε ανεβαίνοντας και, τέλος,
ας κάμψουμε τα σύνορα του Κόσμου,
καθώς εκείνος, μ'αναμένα ρόδα!..

Νικηφόρος Βρεττάκος (Προσκλητήριο)

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Η καταπληκτική περιπέτεια του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι ένα καλοκαίρι στην εξοχή

Ήλιοι εκατό φλογίζανε τον ουρανό στη δύση,
κατακαλόκαιρο στις δόξες του Ιουλίου
η κάψα έκανε τη σανίδα πλέοντας ανάσκελα`
πέρα στην εξοχή
όμοια καμπούρα το βουνόν Ακούλα
φάνταζε πάνω στη ράζχη του Πουσκίνο,
την ώρα που πιο χαμηλά
κάποιο χωριό τις στέγες του έκανε
να τρίζουν και να σκάν'σα φλούδες.
Πίσω από το χωριό
μια τρύπα μόνον, όπου
ο ήλιος, κάθε μέρα, ταχτικά,
δίχως να λείψει μια φορά, να βασιλέψει πήγαινε
αργά, γεμάτος μεγαλείο.
Μα τ'άλλο το πρωί, να σου τον πάλι που ανεβαίνει
να πλημμυρίσει τον κόσμο με τις κοκκινάδες του.
Μια μέρα κι άλλη μέρα και συνέχεια
όλο το ίδιο, αρχίνισε στο τέλος
να μου χτυπάει στα νεύρα φοβερά.
Ώσπου κάποια φορά, με τέτοια οργή ξεσπώντας,
που όλα τριγύρω μου ζαρώσανε απ'τον φόβο τους,
πήγα κατάμουτρα στον ήλιο και του,μπηξα φωνή:
"Χάιντε μωρέ, κατέβα κάτου!
Σα δε βαρέθηκες να σούρνεσαι μέσα στις πυροστιές σου!"
Του'μπηξα, λέω, φωνή:
"Ακαμάτη!
Που το'στρωσες στα μαλακά μέσα στα σύννεφα
κι ούτε καθόλου που με λογαριάζεις,
ας βρέξει κι ας φυσήξει λίγο
που'χω σουρώσει ο δόλιος σκυμμένος στη δουλειά".
Και πάλι του'μπηξα φωνή:
"Για μια στιγμούλα
χρυσομέτωπέ μου, κάτι να σου πω!
Δεν θα'τανε καλύτερα
παρά ν'απλώνεις την αρίδα σου όπου λάχει
να'ρθεις και λίγο καταδώ
και να μου κάνεις μια μικρήν επίσκεψη;"
Πω πω τι μου'ρθε να το πω!
Χάθηκα ο δύστυχος!
Κινάει ο ήλιος πρόσχαρος
κι έρχεται ίσα καταπάνω μου,
δρασκελάει τους κάμπους
ανοίγοντας το βήμα των αχτίδων του.
Κάνω ένα βήμα πίσω,
προσπαθώ τον φόβο μου να κρύψω.
Τα μάτια του έχουν φτάσει στο περιβόλι,
κιόλας το πλημμυράν πέρα για πέρα.
Κι από κάθε παραθύρι, κάθε πόρτα,
κάθε χαραμάδα, την πιο παραμικρή
ο ήλιος, μ'όλο του τον Όγκο, μέσα στο σπίτι έχει στρωθεί.
Λίγο, για μια στιγμή, καταλαγιάζει
έπειτα παίρνει μιαν βαθιάν ανάσα
και με φωνή βαριά, μου λέει:
"Απ'τον καιρό που επλάστει ο κόσμος
πρώτη φορά που γίνεται και τούτο
στη γη να'ρχομαι πίσω μ'όλες τις φωτιές μου.
Με προσκάλεσες ε; δε με προσκάλεσες;
Δω'μου λοιπόν ένα φλιτζάνι τσάι,
Ποιητή,και φέρε μου γλυκά!"
Με μάτι βουρκωμένο
-κόντευε να μου στρίψει απο τη ζέστη-
του δείχνω παρακεί το σαμοβάρι:
"Ε λοιπόν, ορίστε,
κάθισε, αστέρι μου και πιες!"
Τι μου'ρχεται καμιά φορά κι ελόγου μου
να κάνω τέτοιες κουτουράδες-
παραζαλισμένος άκρη-άκρη σ'έναν μπάγκο κάθομαι
τρέμοντας μην τα κάνω τρισχειρότερα όλα.
Παρ'όλ'αυτά θωρούσ'απο τον ήλιο
ν'αναδίνεται ολοένα μια παράξενη
φωτεινάδα ειρηνική-
όπου σε λίγο να σου
λες κι ήμασταν παλιόφιλοι
αρχινίσαμε οι δυο μας να τα λέμε.
Τι και τούτο τι και κείνο
και τι βάσανα τραβάω
με την άτιμη δουλειά που'χω καταπιαστεί.
Πάνω'κει μου λέει ο ήλιος: "Ε, μην κάνεις κι έτσι,
μην μπερδεύεις πιο πολύ τα πράγματα!
Μπας και θαρρείς πως είναι και για λόγου μου
εύκολη δουλειά ν'αστράφτω;
Για δοκίμασε να δεις λιγάκι!
Όμως, τι να γίνει
μιας και για τούτο ετάχθηκες στον κόσμο
βάζεις τα δυνατά σου, πας και αστράφτεις όσο γίνεται".
Φλυαρήσαμε συνέχεια έτσι
ως τη στιγμή που πήρε να βραδιάζει`
(θέλω να πω, που'χαμε το συνήθειο να λέμε ότι βραδιάζει`
γιατί, μπορεί ποτέ να γίνει εδώ λόγος για βράδιασμα;)
Όπως και να'ναι, με το συ και με το σου
μια χαρά τα πήγαμε.
Τέλος, ύστερ'από κάμποσο,
μ'όλο το θάρρος κι η αφεντιά μου
του δίνω μια στον ώμο.
Και μου λέει ο ήλιος:
"Τι τα θέλεις, φιλαράκο,
υπάρχεις απ'τη μια εσύ
κι υπάρχω από την άλλη εγώ,
μ'ένα λόγο, υπάρχουμε κι οι δυο.
Έλα λοιπόν ψηλά να πάμε, Ποιητή,
εκεί που φτερουγίζουν οι αετοί
και τραγούδια να λέμε
στου κόσμου μέσα τη θολούρα.
Βάζω τον ήλιο τον δικό μου εγώ,
βάζεις και τον δικό σου εσύ
που'ν'όλο στίχους".
Το τείχος που'χαν οι σκιές υψώσει
καθώς της νύχτας φυλακή,
κάτω απ'τη δίδυμη των ήλιων μας την κανονιά, εσωριάστει.
Στίχοι και φως, σωστό ξεφάντωμα,
δώστε αστραφιά σ'ότι βρεθεί μπροστά σας!
Κι αν έρθει μια στιγμή που ο άλλος αποκάμει
και ζητάει τις νύχτες να πάει να κοιμηθεί
ώσαν τ'ανόητο κείνο τρωκτικό
που το καταλαμβάνει χειμερία νάρκη,
εδώ είμ'εγώ κι εγώ τ'αναλαμβάνω
ανατέλλοντας μεμιάς ολούθε ν'αχτιδοβολώ
κι η καμπάνα της μέρας ν'αντηχεί σαν πάντοτε και πάλι.
Λάμψη παντού
και ξανά λάμψη,
λάμψη ως την συντέλεια των ημερών,
όχι τσαρλατανιές και τέτοια!
Να! ποιο το δικό μου σύνθημα
και ποιο
το σύνθημα του ήλιου επίσης.

Влади́мир Влади́мирович Маяко́вский (Η καταπληκτική περιπέτεια του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι ένα καλοκαίρι στην εξοχή)

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

The Unending Rose

Στα πεντακόσια χρόνια της Εγίρας
η Περσία απο τους μιναρέδες της κοιτούσε
να εισβάλλουν τα κοντάρια της ερήμου
και ο Αττάρ, στη Νισαπούρ, κρατούσε ένα τριαντάφυλλο
και του'λεγε σιωπηλά, σαν να'ταν σκέψεις
και όχι προσευχές, τα λόγια τούτα:

-Η ακαθόριστη σφαίρα σου είναι μες στην παλάμη μου.
Ο καιρός μας κυκλώνει και τους δυο και μας προσπερνάει
αυτό το απόβραδο μέσα σε κάποιον ξεχασμένο κήπο.
Το λιγοστό σου βάρος είναι νοτισμένο στον αέρα.
Η αδιάκοπη παλίρροια της ευωδίας σου
απλώνεται στο γέρικο μου πρόσωπο που σκοτεινιάζει
κι όμως, σε ξέρω πιο καλά κι απ'το παιδάκι
που θα σε δει για μια στιγμή,
ανάμεσ'απ'τα πέπλα κάποιου ονείρου του
ή εδώ, στον κήπο αυτό, ένα πρωινό.
Θα μπορούσες να'χεις την ασπράδα του ήλιου
τα χρυσαφικά της σελήνης ή την πορφυρένια
δύναμη του ξίφους ύστερα απ'τη νίκη.
Εγώ είμαι τυφλός και τίποτα δεν ξέρω. Το καθετί
είναι χιλιάδες πράγματα μαζί. Είσαι μουσική
είσαι ποτάμια, άγγελοι, παλάτια, ουρανοί,
αχανές και αέναο, μυστικό τριαντάφυλλο,
που θα προσφέρει ο Κύριος στα νεκρά μου τα μάτια.

Jorge Luis Borges (The Unending Rose)

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Χαμόγελο

Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε,
ίσως γιατί έ π ρ ε π ε να δακρύσει,
ίσως γιατί οι συφορές έ ρ χ ο ν τ α ι.


Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι·
απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.
Δεν βρέχει πια. Κι η κόρη αποσταμένη
στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.

Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει,
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ' Απρίλη.

Ξεφεύγουνε απ' το σύννεφον αχτίδες
και κρύβονται στα μάτια της· τη βρέχει
μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες


που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια
και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει
καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια.

Κώστας Καρυωτάκης (Χαμόγελο)

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Απόσπασμα απο ένα μελλοντικό ποίημα

... Βιβλικές βροχές μέσα μου που τις μοίρασα στους πλανόδιους
ομπρελάδες - πολεοδόμοι με μέτρησαν και δε βρήκαν την άκρη μου,
έμποροι με ζύγισαν και τους περίσεψε ο κόσμος, μου έδωσαν
ένα νόμισμα για να μου κλέβει η έγνοια του τον ύπνο,
μα εγώ κοιμήθηκα πάνω στις ράγιες για να ταξιδέψω
σ'ένα όνειρο ανεκπλήρωτο, κι έγινα υπνοβάτης για να
μή μείνει το άγνωστο ολομόναχο στην πόρτα μου
κι έγινα εικόνισμα για να σωπαίνω εν πλήρει γνώσει
κι όταν βράδιασε έκλαψα σαν τον ταξιδιώτη που πέρασε σώος
τους πέντε ωκεανούς κι άξαφνα ναυάγησε μπρός στο αλβάβητο.
Ώ, νύχτα μυστική, δέξου με, είμαι άοπλος σαν ένα φωνήεν
που ξεσηκώνει μια πόλη, όπου να'ναι θα ξημερώσει,
οι αμπελουργοί σφυρίζουν συνάζοντας τα θαύματα της μέρας
κι εγώ προσεύχομαι, προφέροντας τ'όνομα του Θεού
σαν μια γυναίκα ερωτευμένη που δαγκώνει το μαντίλι της -
τίποτ'άλλο παρά ένας άνθρωπος του αιώνα μου, ανεξήγητος και τρωτός
κι, ώ δυσκολίες, που μας πηγαίνετε μακρύτερα...

Τάσος Λειβαδίτης (Απόσπασμα απο ένα μελλοντικό ποίημα)