Σελίδες

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Υπάρχουν...


πάρχουν στν πέραντο κόσμο, σ’ ατ τ γ,
βουνοκορφς πάτητες, γρια παρθένα δάση,
θάλλασες πο χουν σκεπαστ μ μίχλη κα σιγή,
πο δ θ δ, πο τχω χάσει.

Γι μ θ μείνουν γνωστες, νειρα μακρυνά,
ο πολιτεες πο νοσταλγ, χαμένες τλαντίδες.
Γύρω πουλι φασματικ πετον στ σκοτειν
κ’ ο τελευταες μου λπίδες.

Μ τρέμω μήπως δίπλα μου, κοντά μου σως πολύ,
κι ς μ τ βλέπω, βρίσκεται χρόνια κα τν φήσω,
μιά παρξη γνή, μια πλ καρδιά, πο σβήνει σιωπηλή,

χωρς ν τ γνωρίσω...

Μανώλης Αλεξίου (Υπάρχουν...)

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Όταν μιάν άνοιξη


Ὅταν μιὰν ἄνοιξη χαμογελάσει
θὰ ντυθεῖς μία καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ῾ρθεῖς νὰ σφίξεις τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε


Κι ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει νὰ γυρίσεις
μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου
κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο στὴν ὥριμη, 
πικραμένη σου μνήμη


Κάποιο τρένο, τὴ νύχτα, σφυρίζοντας,
ἢ ἕνα πλοῖο, μακρινὸ κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ  τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας


Κι ἴσως τίποτα, ἀλήθεια, δὲν ξέχασες
μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε

Μανόλης Αναγνωστάκης (Όταν μιάν άνοιξη)


Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Το λιμάνι μας


Τ λιμάνι τ δικό μας ταν μμουδιά 
– πνε χρόνια – σν τ κμα μόνο τραγουδοσε.
Κουρνιάζαν θαλασσοπούλια γύρω τ βραδι
κα ψαρόβαρκες ράζαν, ταν φυσοσε.

Σ φτωχ μι ταβερνούλα, μς στν ρημιά,
στος ψαράδες γαλήνη τ κρασ κερνοσε
κα παντο ηταν πλωμένη τόση πανεμιά,
πο ψυχή τους μ τ φλοσβο, θλεγες μεθοσε.

Τώρα πι στ βρωμισμένα κα βαθι νερ
ζωή τρυκιμιασμένη παραδέρνει.
Μαροι δράκοι τ καράβια στέκουν στ σειρ
καί καθένα δρόμο φήνει, δρόμο παίρνει.

Λόγχες τ κατάρτια φτάνουν ς τν οραν
κα ξερνον ο τσιμινιέρες τν καπνι πο κλώθει.
Τ λιμάνι τ δικό μας εναι πι στενό∙
δ χωρνε γι ν’ ράξουν λοι μας ο πόθοι...

Μανώλης Αλεξίου (Το λιμάνι μας)

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

Η γλυκύτατη αβεβαιότης



Τρισάγια κάθε τόσο
γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ ὑπηκοότητα νεκροῦ
στὸν κεκοιμημένον δοῦλόν σου.


Ὕψιστε, τί ἐννοεῖς
ἄλλο νεκρὸς καὶ ἄλλο δοῦλος.
Κι ἀπὸ πότε ἐπιτρέπεται
νὰ κοιμοῦνται ἔτσι βαθιὰ
ἀτιμώρητοι οἱ δοῦλοι.


Τὸν κεκοιμημένον δοῦλόν σου.
Θέ μου, ἂν ἀπελευθερώνει ὁ θάνατος
ὅπως μᾶς τὸ ὑπόσχεται παρήγορη
ἡ γλυκύτατη ἀβεβαιότης, ἐσὺ
γιατί τὸν θὲς ντὲ καὶ καλὰ δουλέμπορο;


Τὸν κεκοιμημένον.
Περὶ ὕπνου πρόκειται, Κύριε;
Μὰ τοῦ κολλάει ὕπνος τοῦ νεκροῦ
ἔτσι εὔκολα νυστάζει ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς;
Ἐδῶ ἐμεῖς, δοῦλοι τοῦ ἀπάνω κόσμου ἀκόμα
κι ὅμως ποιὸς κλείνει μάτι
ἂν δὲν τὸν νανουρίσει ὅπως ξέρει
μόνο ἡ γιαγιά του ἡ ἀβεβαιότης
μὲ τὴ γλυκεῖα της ρόδινη ἀφύπνιση.


Κύριε, μήπως ὅταν ἐνέκρινες
αὐτοὺς τοὺς ἀνελέητους ἀνταγωνιστικοὺς ψαλμοὺς
ἤσουν ἀκόμη ἄνθρωπος;

Κική Δημουλά (Η γλυκύτατη αβεβαιότης)

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Συνείδηση και λυτρωμός (βότσαλα)


Ολάνοιχτο χαμόγελο στο θάμπος της ανατολής,
στήν έκφραση του έρωτα.
Ώ, τ'απλά που αδικήσαμε βότσαλα,
δίπλα στου ήλιου την έπαρση,
τήν επιθυμία της θάλασσας
καί του ανέμου τό νόημα.
Τή μεγάλη δέν προσέξαμε απάτη
τήν ώρα πού κυκλόφερναν γιορτές.

Αιγιαλινός Θεόδωρος (Συνείδηση και λυτρωμός)

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Αισιοδοξία


Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.

Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -σημαίες στον άνεμο χτυπούν-
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.

Κώστας Καρυωτάκης (Αισιοδοξία)