Σελίδες

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Στη Λούρδη Πήγαινα

Στη Λούρδη με το τρένο πήγαινα μια μέρα.
Ο χείμαρος απλώνονταν γαλάζιος πέρα ως πέρα.

Σαν από σίδερο λευκό φάνταζαν τα βουνά
μέσα στον ήλιο, κι έψελναν στο τρένο ¨Ωσαννά!¨

Όλοι τους ήταν νευρικοί, ξεφρενιασμένοι,
πυροί απ'τον ήλιο, κι απ'το δρόμο σκονισμένοι.

Δυστυχισμένοι με πρησμένη την κοιλιά,
τεντώνανε τα χέρια τους, προσεύχονταν κλαυτά.

Και σε μιαν έδρα από γαλάζια τσόχα, ορθός,
ένας παπάς σιγόψελνε: ¨Μεγάλος ο Θεός!¨

Κάτι γυναίκες πέρναγαν στο δρόμο κάπου κάπου
και λέγαν: ¨Σώσων, Κύριε! τα βάσανά τους άκου!¨

Κι η λιτανεία διάβαινε. Τα σύμβολα χρυσά
ελάμπανε στα λάβαρα που γέρνανε βαριά.

Ο ήλιος ήταν κάτασπρος απάνω στα σκαλιά,
στα ξεχαρβαλωμένα τα καμπαναριά.

Μα σε φορείο που το σηκώνανε δικοί,
-φτωχός πατέρας με γυμνή την κεφαλή

κι αδέρφια που όλο λέγανε: ¨Θε μου, κι ας γιάνει!¨-
μια νέα κοπέλα έτοιμη για να πεθάνει!

Ω! τι ωραία που φάνταζε! ως δεκοχτώ χρονώ,
και χαμογέλαε, φόραε τον πέπλο το λευκό.

Κι η λιτανεία διάβαινε. Τα σύμβολα χρυσά
ελάμπανε στα λάβαρα που γέρνανε βαριά.

Πώς έσφιγγα τα δόντια μου για να μην κλάψω εγώ,
τούτη την κόρη ως ένιωθα να την κρυφαγαπώ.

Με κοίταξε για μια στιγμή κι αυτή χαμογελώντας,
ένα λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της κρατώντας.

Μα τώρα πού είσαι τάχαντες; πες μου, σαν πού να πήγες;
έχεις πεθάνει; σ'αγαπώ εσένα που με είδες.

Ω! αν υπάρχεις, γλίτωσ'την, Θεέ μου, απ'το χαμό,
είχε δυο χέρια ολόλευκα, ψηλόλιγνο λαιμό.

Σώσ'την! κι ας είναι μοναχά για κείνον τον πατέρα,
που ακολουθούσε ξέσκεπος τη δόλια θυγατέρα!

Francis Jammes (Στη Λούρδη Πήγαινα)

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Ελένη, η λυπημένη βασίλισσα

Γλαυκό! είμαι εγώ. Πέρα από τ'άντρα φθάνω του θανάτου
ν'ακούσω εγώ, με αναβαθμούς να σπα ηχηρούς, το κύμα,
και ξαναβλέπω, τις αυγές, μεσ'απ'τη σκιά οι γαλέρες
να ζωντανεύουνε με των χρυσών κουπιών την κόψη.

Τα ερημικά χέρια μου καλούνε τους μονάρχες
που τ'αλατένια γένια τους τα δάκτυλά μου ετέρπαν.
Έκλαιγα. Αυτοί τραγούδαγαν τους σκοτεινούς των θριάμβους
και τα λιμάνια που άφησαν των πλοίων τους οι πρύμνες.

Ακούω την πτήση των κουπιών, οι βουερές του πόντου
κογχύλες κι οι πολεμικές σάλπιγγες, να ρυθμίζουν.
Τη βοή δεσμεύει το λαμπρό των ερετών τραγούδι.

Και οι θεοί! στην ηρωική πρώρα του πλοίου εξημμένοι,
με το αρχαίο, που προσβάλλει ο αφρός, χαμόγελό τους,
σε μένα απλώνουν τα γλυπτά κι ενδοτικά τους χέρια.

Paul Valéry (Ελένη, η λυπημένη βασίλισσα)

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Έχουμε όλοι δυο ζωές

Μόνος στο θάλαμο μου του μηχανικού, χαράζω το πλάνο,
κάνω το σχέδιο, μονάχος εδώ πέρα,
μακρινός ακόμη κι από αυτόν που είμαι.

Δίπλα, συντροφιά μου χυδαία θλιβερή,
το σφυροκόπημα των γραφομηχανών.

Τι αηδιαστική ζωή!
Τι φρίκη αυτή η καθημερινότητα!
Τι ύπνος να'μαι έτσι!

Άλλοτε, όταν ήμουν άλλος, υπήρχαν πύργοι και ιππικά
(εικόνες ίσως από κάποιο παιδικό βιβλίο),
άλλοτε, όταν ήμουν αληθινός απέναντι στ'όνειρό μου,
υπήρχαν μεγάλα τοπία του Βορρά, εκτυφλωτικά απ'το χιόνι,
υπήρχαν φοινικόδασα απέραντα του Νότου, οργιαστικά πράσινα.

Άλλοτε...

Δίπλα, συντροφιά μου χυδαία θλιβερή,
το σφυροκόπημα των γραφομηχανών.

Έχουμε όλοι δυο ζωές:
την αληθινή, αυτήν που ονειρευόμαστε μεγάλοι σαν μέσα σε στρώματα ομίχλης,
την ψεύτικη, αυτή που ζούμε στη συναναστροφή μας με τους άλλους,
την πρακτική, τη χρήσιμη,
αυτή όπου τελικά μας βάζουν στο φέρετρο.

Στην άλλη δεν υπάρχουν φέρετρα μήτε πεθαμένοι.
Έχει μονάχα παιδικές εικονογραφήσεις:
μεγάλα πολύχρωμα βιβλία, για να βλέπουμε κι όχι να διαβάζουμε,
μεγάλες χρωματιστές σελίδες για να θυμόμαστε αργότερα.
Στην άλλη είμαστε εμείς,
στην άλλη ζούμε,
σ'αυτή πεθαίνουμε, που είναι αυτό που σημαίνει ζούμε.
Αυτή τη στιγμή, απ'την αηδία, ζω μόνο στην άλλη...

Αλλά δίπλα, συντροφιά μου χυδαία θλιβερή,
αν ακούσω, βγαίνοντας απ'το στοχασμό μου,
υψώνει τη φωνή του το σφυροκόπημα των γραφομηχανών.

Alvaro de Campos

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Πρωινό μέθης

Ω, Αγαθό μου! Ω, Ωραίο μου! Φαμφάρα βάναυση όπου δε σκοντάφτω καθόλου!
Στρεβλή μαγική! Ουρά για τ'ανήκουστο έργο και για το θαυμαστό σώμα,
για πρώτη φορά! Αυτό άρχισε κάτω από τα γέλια των παιδιών,
θα τελειώσει απ'αυτά. Το δηλητήριο τούτο θα μείνει σ'όλες τις φλέβες μας,
ακόμα και όταν, καθώς η φαμφάρα στραφεί, θα παραδοθούμε στην παλιά δυσαρμονία.
Ω τώρα, εμείς ο τόσο άξιος γι'αυτά τα μαρτύρια! ας μαζέψουμε με θέρμη
αυτή την υπεράνθρωπη υπόσχεση καμωμένη στο πλασμένο σώμα μας και στην ψυχή μας:
αυτή την υπόσχεση, αυτή την παραφροσύνη! Η κομψότητα, η γνώση, η βιαιότητα!
Μας υποσχέθηκαν να θάψουν στη σκιά το δέντρο του καλού και του κακού,
να εξοστρακίσουν τις τυραννικές εντιμότητες, για να οδηγήσουμε τον πολύ αγνό μας έρωτα.
Αυτό αρχίνησε με μερικές αηδίες και αυτό τελείωσε,
μην μπορώντας να μας αρπάξει αμέσως απ'αυτή την αιωνιότητα-
αυτό τελείωσε μ'ένα σκόρπισμα αρωμάτων.
Γέλιο των παιδιών, διακριτικότητα των σκλάβων, αυστηρότητα των παρθένων,
φρίκη των μορφών και των αντικειμένων του εδώ, να'στε καθαγιασμένα
με την ανάμνηση αυτής της αγρυπνίας. Αυτό άρχιζε με μια ολάκερη χωριατιά,
να που τελειώνει με αγγέλους φλόγας και πάγου.
Μικρό ξενύχτι μεθυσιού, άγιο! όταν αυτό δε θα'ναι παρά για τη μάσκα που μας χάρισες.
Σε στερεώνουμε, μέθοδε! Δεν ξεχνούμε ότι έχεις δοξάσει χθες την καθεμιά από τις ηλικίες μας.
Έχουμε πίστη στο δηλητήριο. Ξέρουμε να δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα.
Να τος ο καιρός των Δολοφόνων.

Arthur Rimbaud (Πρωινό μέθης)

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Βαδίζω στη νύχτα ενός δρόμου των προαστίων...

Βαδίζω στη νύχτα ενός δρόμου των προαστίων,
γυρίζω από ένα συμβούλιο με ειδήμονες σαν εμένα.
Γυρίζω μονάχος, και ποιητής τώρα, δίχως ειδημοσύνη μήτε τέχνη,
ανθρώπινος ως τον ήχο των μοναχικών παπουτσιών μου στην αρχή της νύχτας
όπου στο βάθος η πόρτα του καπηλειού που ακόμη δεν έκλεισε
κατεβάζει το τελευταίο του ρολό.
Α, οι ήχοι απ'το δείπνο στα ευτυχισμένα σπιτικά!
Περνάω και τ'αφτιά μου βλέπουν μέσα απ'τα σπίτια.
Η φυσική μου εξορία διαιωνίζεται στο σκοτάδι
του δρόμου που'ναι το σπίτι μου, είναι μου, αίμα μου.
Να'μαι το παιδί το οικονομικά εξασφαλισμένο,
με το μαλακό κραβάτι, τον παιδιάστικο ύπνο και την υπηρέτρια!
Α, καρδιά μου χωρίς προνόμια!
Ευαισθησία μου του αποκλεισμένου!
Θλίψη μου απέραντη να είμαι εγώ!

Ποιός έκανε καυσόξυλα την κούνια των παιδικών μου χρόνων;
Ποιός έφτιαξε σφουγγαρόπανα απ'τα παιδικά μου σεντονάκια;
Ποιός έβαλε πάνω απ'τα φλούδια και τα χνούδια των σπιτιών
σ'όλους τους σκουπιδοτενεκέδες του κόσμου
τις δαντέλες απ'το πουκάμισο που φόραγα στη βάπτισή μου;
Ποιός με πούλησε στη Μοίρα;
Ποιός με άλλαξε εμένα;

Μίλησα επακριβώς για τα συγκεκριμένα πράγματα.
Απαρίθμησα σαν αυτόματο ένα-ένα όλα τα σημεία.
Ήμουν ακριβοδίκαιος σαν ζυγαριά.
Είπα ό,τι ήξερα.

Τώρα, πηγαίνοντας να πάρω το τραμ απ'το τέρμα του για να γυρίσω στην πόλη,
βαδίζω, κακοποιός, μεταφυσικός, κάτω από το φως των απομακρυσμένων φανοστατών,
και στο σκοτάδι ανάμεσα στους δυο απομακρυσμένους φανοστάτες
μου'ρχεται η επιθυμία να μην προχωρήσω άλλο.
Αλλά θα πάρω το τραμ.
Θα σημάνει δυο φορές το καμπανάκι του αόρατου τέλους
όταν τραβούν το σκοινί τα χοντροδάχτυλα του οδηγού που θέλει ξύρισμα.
Θα πάρω το τραμ.
Αλίμονο σ'εμένα. Αλλά τελικά πάντα έπαιρνα το τραμ-
πάντα, πάντα, πάντα...
Πάντα επέστρεφα στην πόλη,
πάντα επέστρεφα στην πόλη, ύστερα από παρανομίες και παρεκτροπές,
πάντα γυρνούσα με διάθεση για δείπνο.
Αλλά ποτέ δεν δείπνησα εκείνο το δείπνο που αντηχεί πίσω απ'τα παντζούρια
των ευτυχισμένων σπιτιών των προαστίων καθώς βαδίζω για να πάρω το τραμ,
των συζυγικών σπιτιών της φυσιολογικής ζωής!

Πληρώνω το εισιτήριο μέσα απ'τα διαλείμματα,
κι ο οδηγός περνάει δίπλα μου σαν να'μουν η Κριτική του Καθαρού Λόγου....
Πλήρωσα το εισιτήριο. Έκανα το καθήκον μου. Είμαι σαν όλο τον κόσμο.
Κι όλα αυτά είναι πράγματα που μήτε η αυτοκτονία δεν γιατρεύει.

Alvaro de Campos

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Γέννηση της μέρας

Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα τα χρώματα πάνω στη γή,
όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης,
όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ'ένα κάμπο αθέριστο
και τρέξει ένα πανί, βοσκόπουλο των μελτεμιών, μακριά,
πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού, είναι μύλος που γυρίζει ανάποδα τα χρόνια,
τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
- η μια βερυκοκκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει από την αγκαλιά του ξυπνητού νερού,
η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της,
ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας,
κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός,
παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ τα συγγενεύει μες στον έρωτά μου,

ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται,
ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου, του ήλιου, της καλής καρδιάς.

Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας
ν'ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς`
η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου.

Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας,
τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιά,
η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου,
δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια, που να μη γίνεται καπνός σε στόμα αιόλου
- άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές,
βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες,
κ'η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε μεγάλη ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια.

Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει ο γρύλλος;
Η καμπάνα του χωριού που ανοίγεται στον άνεμο,
η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού,
μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν`
έλα, λοιπόν, απ'την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα,
ν'ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού`
ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλλοι θ'αναστήσουν το αίσθημα,
γενναίο σα στήθος, το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει,
έλα, λοιπόν, να στρώσουμε το φως,
να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου.

Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια,
όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά,
- θα πιάσουμε το σύννεφο, θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου,
από την άλλην όψη της κακοτυχίας,
θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα,
στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς
θα να ξαναγεννιέται ο κόσμος!

Οδυσσέας Ελύτης (Γέννηση της μέρας)

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Ακόμα ένα βιβλίο...

Ακόμα ένα βιβλίο, ω νοσταλγία,
μακριά από τους χυδαίους αυτούς ανθρώπους,
μακριά από τα λεφτά και τους ευγενείς τρόπους,
μακριά από κάθε φρασεολογία.

Απ'τους πιερότους τους νεκρούς μου, ένας ακόμα`
από χρόνιαν ορφάνια έχει πεθάνει` το όντι,
ήτανε μια καρδιά γιομάτη από κομψότητα
σεληνιακή, μες σ'ένα γελοίο σώμα.

Φεύγουν οι θεοί` πιο κι από κτήνη στη θυσία`
γι'αυτό χειροτερεύει η κάθε μέρα`
έζησα τον καιρό μου, δραπετεύω, πέρα
προς την Περιορισμένη Αργομισθία.

Jules Laforgue (Encore un Livre...)

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Ακόμα Ένας

Ακόμα ένας
Μα χωρίς αιτία
Αφού οι μισοί
Ρωτάνε ό,τι ρωτούν κι οι άλλοι μισοί
Αφού τους απαντάνε με τα λόγια των άλλων
Τί άλλο πια κι εσυ να κάνεις
Παρά να γράφεις σαν τους άλλους
Και ν'αμφιβάλλεις
Να επαναλαμβάνεις
Να ψάχνεις
Να ζητάς
Τίποτα να μη βρίσκεις
Ν'αηδιάζεις
Και να λες
Σε τίποτα δε βγάζει
Θά'ταν καλύτερα να κέρδιζες τη ζωή σου
Μα τη ζωή μου εγώ την έχω, τη ζωή μου
Να την κερδίσω δεν υπάρχει ανάγκη
Πρόβλημα αυτό δεν είναι
Δεν είν'εκεί το πρόβλημα
Προβλήματα θαρρώ είναι τα υπόλοιπα
Όμως τα έχουν όλα επισημάνει
Για όλα έχουν ρωτηθεί
Και για τα πιο ασήμαντα
Λοιπόν τι άλλο πια μου μένει
Έχουνε πάρει όλες τις λέξεις τις κατάλληλες
Όλες τις λέξεις τις ωραίες για να μιλήσεις
Τις αφρισμένες, τις ζεστές και τις μεγάλες
Τους ουρανούς, τ'αστέρια, τα φωτάκια,
Τις άγριες, τις μαλακές σαν κύμα
Λυσσάνε ροκανίζουνε κόκκινα βράχια
Γεμάτες με σκοτάδι και κραυγές
Γεμάτες αίμα κι αισθησιασμό
Γεμάτες με βεντούζες και ρουμπίνια
Λοιπόν εμένα τι μου μένει
Θα πρέπει να ρωτιέμαι αθόρυβα
Δίχως να γράφω δίχως να κοιμάμαι
Πρέπει να ψάχνω για λογαριασμό δικό μου
Και δίχως να το λέω, ούτε στο θυρωρό
Στο νάνο που κινιέται κάτω από τα πόδια μου
Ή στον παπά του συρταριού μου
Πρέπει να σκύβω μέσα μου
Χωρίς να παραστέκεται καμιά καλογριά
Σα χωροφύλακας να ορμήσει να μ'αρπάξει
Και να μου μπήξει ένα μαχαίρι αλειμμένο βαζελίνη
Πρέπει να χώσω ένα μίσχο στα ρουθούνια
Την ουραιμία να εμποδίζει του εγκεφάλου
Να βλέπω οι λέξεις μου να τρέχουν
Όλοι τους έχουν αναρωτηθεί
Δεν έχω πια δικαίωμα να μιλάω
Έχουνε πάρει τα ωραία και τα λαμπρά
Όλα τους τώρα βρίσκονται ψηλά
Εκεί που είναι θρονιασμένοι οι ποιητές
Με λύρες αυτοκίνητες
Με λύρες ατμοκίνητες
Με λύρες σαν αλέτρια
Και Πήγασους από αντιδραστήρες
Δεν έχω θέμα πια
Κι οι λέξεις που μου μένουν είναι ανούσιες
Βλακώδεις λέξεις άνοστες
Έχω το εγώ, αυτός, αυτή, αυτές
Έχω το του, ποιός, ποιό και τί
Τί να'ναι, κείνος, κείνη, αυτοί, εμείς, εσείς και ούτε
Πώς θέλετε να γράψω ποίημα
Με τέτοιες λέξεις;
Έ, λοιπόν, ας είναι, δε θα γράψω.

Boris Vian (Ακόμα Ένας)

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Η Μαρίνα των βράχων

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη... Μα που γύριζες
ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας;
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους,
γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκκαλο,
κ'οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χιμαίρας,
ριγώνοντας μ'αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών,
τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια;

Μα που γύριζες
ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας;..
Σούλεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες,
ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων,
ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους,
μ'ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου, ηρωίδα ιάμβου!

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
κ'ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
και τ'άρωμα των γυακίνθων... Μα που γύριζες
κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς, τους κόλπους με τα βότσαλα;
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο,
μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε,
κι άνοιγες μ'έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ'όνομά του,
ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως την διαύγεια των βυθών
όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Άκουσε` ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος,
κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας,
κ'εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα,
έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις, γαλανή ως το κόκκαλο, άλλο καλοκαίρι
για ν'αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές,
ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους, δίχως χτες και αύριο,
στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας,
θ'αποχαιρετίσεις το αίνιγμά σου.

Οδυσσέας Ελύτης (Η Μαρίνα των βράχων)

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Ωραία Πηγή

Ωραία πηγή, κάθε στιγμή θέλω να το θυμάμαι.
Μια μέρα -μ'οδηγούσεν η φιλία-
πόσο θωρούσα ευφραντικά, θεά, το πρόσωπό σου
μισοχαμένο κάτω από τα βρύα.

Ω, ας ήταν να'χει μείνει αυτός ο φίλος που τον κλαίω,
ω νύμφη, στη λατρεία σου κοντά.
Να'ναι μιγμένος στο αγεράκι ακόμα που σ'αγγίζει
και στο κρυφό σου κύμα ν'απαντά.

Jean Moréas (Ωραία Πηγή)

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Το σπίτι κοντά στη θάλασσα

Τ σπίτια πο εχα μο τ πραν.
τυχε νά῾ναι τ χρόνια δίσεχτα` πολέμοι χαλασμο ξενιτεμοὶ`
κάποτε κυνηγς βρίσκει τ διαβατάρικα πουλι
κάποτε δν τ βρίσκει` τ κυνγι
εταν καλ στ χρόνια μου, πραν πολλος τ σκάγια`
ο λλοι γυρίζουν τρελαίνουνται στ καταφύγια.

Μ μο μιλς γι τ᾿ηδόνι μήτε γι τν κορυδαλλ
μήτε γι τ μικρούλα σουσουράδα
πο γράφει νούμερα στ φς μ τν ορά της`
δν ξέρω πολλ πράγματα π σπίτια
ξέρω πς χουν τ φυλή τους, τίποτε λλο.
Καινούργια στν ρχή, σν τ μωρ
πο παίζουν στ περβόλια μ τ κρόσια το λιου,
κεντον παραθυρόφυλλα χρωματιστ κα πόρτες
γυαλιστερς πάνω στ μέρα`
ταν τελειώσει ρχιτέκτονας λλάζουν,
ζαρώνουν χαμογελον κόμη πεισματώνουν
μ᾿κείνους πο μειναν μ᾿κείνους πο φυγαν
μ᾿λλους πο θ γυρίζανε ν μποροσαν
πο χαθκαν, τώρα πο γινε
κόσμος να πέραντο ξενοδοχεο.

Δν ξέρω πολλ πράγματα π σπίτια,
θυμμαι τ χαρά τους κα τ λύπη τους
καμι φορά, σ σταματήσω`
 κόμη καμι φορά, κοντ στ θάλασσα, σ κάμαρες γυμνς
μ᾿να κρεββάτι σιδερένιο χωρς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τ βραδινν ράχνη συλλογιέμαι
πς κάποιος τοιμάζεται ν῾ρθε, πς τν στολίζουν
μ᾿σπρα κα μαρα ροχα μ πολύχρωμα κοσμήματα
κα γύρω του μιλον σιγ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλι κα σκοτεινς δαντέλες,
πς τοιμάζεται ν῾ρθε ν μ᾿ποχαιρετήσει`
ἢ, μια γυνακα λικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας π λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοσες λεξάντρεια,
π κλειστς πολιτεες σν τ ζεστ παραθυρόφυλλα,
μ ρώματα χρυσν καρπν κα βότανα,
πς νεβαίνει τ σκαλι χωρς ν βλέπει
κείνους πο κοιμήθηκαν κάτω π᾿τ σκάλα.


Ξέρεις τ σπίτια πεισματώνουν εκολα, σν τ γυμνώσεις.

Γιώργος Σεφέρης (Κίχλη Α΄)

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Μνήμη

κα θάλασσα οκ στιν τι

Κι γ στ χέρια μου μόνο μ᾿να καλάμι`
εταν ρημη νύχτα τ φεγγάρι στ χάση
κα μύριζε τ χμα π τν τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα`  μνήμη που κα ν τν γγίξεις πονεῖ,
ορανς εναι λίγος, θάλασσα πια δν πάρχει,
,τι σκοτώνουν τ μέρα τ᾿δειάζουν μ κάρα πίσω π᾿τ ράχη.

Τ δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ᾿ατ τ φλογέρα
πο μο χάρισε νας γέροντας βοσκς πειδ το επα καλησπέρα`
ο λλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμὸ`
ξυπνον, ξυρίζουνται κι ρχίζουν μεροκάματο τ σκοτωμό,
πως κλαδεύεις χειρουργες, μεθοδικά, χωρς πάθος`
πόνος νεκρς σν τν Πάτροκλο κα κανες δν κάνει λάθος.

Συλλογίστηκα ν φυσήξω να σκοπ κι πειτα ντράπηκα τν λλο κόσμο
ατν πο μ βλέπει πέρ᾿π᾿τ νύχτα μς π᾿τ φς μου
πο φαίνουν τ κορμι ζωντανά, ο καρδις γυμνς
κι γάπη πο νήκει κα στς Σεμνς
καθς κα στν νθρωπο κα στν πέτρα κα στ νερ κα στ χορτάρι
κα στ ζο πο κοιτάει κατάματα τ θάνατο πο ρχεται ν τ πάρει.

τσι προχώρεσα στ σκοτειν μονοπάτι
κι στριψα στ περβόλι μου κι σκαψα κι θαψα τ καλάμι
κα πάλι ψιθύρισα` θ γίνει νάσταση μίαν αγή,
πς λάμπουν τν νοιξη τ δέντρα θ ροδαμίσει το ρθρου μαρμαρυγή,
θ ξαναγίνει το πέλαγο κα πάλι τ κύμα θ τινάξει τν φροδίτη`
εμαστε σπόρος πο πεθαίνει. Κα μπκα στ᾿ δειανό μου τ σπίτι.

Γιώργος Σεφέρης (Μνήμη, Α΄)