Σελίδες

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Ένα ποίημα είναι μια πόλη


Ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους και υπόνομους
γεμάτη αγίους, ήρωες, ζητιάνους, παλαβούς,
γεμάτη κοινοτοπίες και ποτά,
γεμάτη βροχή αστραπές και περιόδους
ξηρασίας,ένα ποίημα είναι μια πόλη εμπόλεμη.
ένα ποίημα είναι μια πόλη που ρωτάει γιατί το ρολόι,
ένα ποίημα είναι μια πόλη παραδομένη στη φωτιά.
ένα ποίημα είναι μια πόλη κατεχόμενη,
τα κουρεία της γεμάτα με κυνικούς μπεκρήδες.
ένα ποίημα είναι μια πόλη όπου ο Θεός διατρέχει
τους δρόμους με άλογο, γυμνός, σαν τη Λαίδη Γκοντίβα,
εκεί που σκύλοι γαβγίζουν μες στη νύχτα, κυνηγώντας
τη σημαία, ένα ποίημα είναι μια πόλη ποιητών,
σχεδόν όλοι όμοιοι μεταξύ τους,
και ζηλιάρηδες, και πικρόχολοι...
ένα ποίημα είναι τώρα αυτή η πόλη,
50 μίλια πιο πέρα από το πουθενά,
στις 9.09 το πρωί,
η γεύση του ποτού και του τσιγάρου,
δίχως αστυνόμους, δίχως εραστές στους δρόμους,
αυτό το ποίημα, αυτή η πόλη, τις πόρτες της κλείνει,
οχυρωμένη, σχεδόν αδειανή,
πένθιμη δίχως δάκρυα, γερνώντας δίχως λύπηση, 
τα άγρια βουνά,
ο ωκεανός σαν φλόγα μαβιά,
ένα φεγγάρι που τη δόξα του στερείται,
μια αμυδρή μουσική από τσακισμένα παράθυρα...
ένα ποίημα είναι μια πόλη, ένα ποίημα είναι ένα έθνος,
ένα ποίημα είναι ο κόσμος...
και τώρα τούτο βάζω κάτω από το μικροσκόπιο
ο παλαβός εκδότης να το αξιολογήσει,
και η νύχτα είναι αλλού
και γριές κατάκοπες στέκονται στη σειρά,
στις εκβολές οι σκύλοι σε παράταξη,
οι σάλπιγγες αναγγέλουν κρεμάλες,
καθώς ασήμαντοι άνθρωποι κομπάζουν 
για πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν.
Charles Bukowski (Ένα ποίημα είναι μια πόλη)

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Ένας παράξενος βοσκός

Την ώρα που ξημέρωνε κοντά στη Δαμασκό
αντάμωσα στο δρόμο μου παράξενο βοσκό.
Τα δέντρα είχε πρόβατα τα φύλλα είχε αρνιά
δεν είτανε στα μέτρα σου ανήμπορη γενιά.
Δεν είτανε στα μέτρα σου
σάπια γενιά.

Ποιός να ’ναι είπα μέσα μου κι απόκριση καμιά.
Μα κάποιο φως απόκοσμο εκεί στην ερημιά
με πήγε σ’ αμαρτήματα και κρίματα παλιά:
τον κοίταξα με κοίταξε δε βγάλαμε μιλιά.
Τον κοίταξα με κοίταξε
κι ούτε μιλιά.

Μονάχα σαν ξεκίνησα ν’ ανέβω στο βουνό
εκείνος με τα μάτια του βαθιά στον ουρανό
εσήκωσε το χέρι του και μέσ’ απ’ την καρδιά
μού είπε χαιρετίσματα στ’ αγέννητα παιδιά.
Μού είπε χαιρετίσματα
για σάς παιδιά.
Νίκος Γκάτσος (Ένας παράξενος βοσκός)

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Απ'τες Εννιά

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ'τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ'τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!
Κ'επίσης μ'έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ'έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια. 

Κωνσταντίνος Καβάφης (Απ'τες Εννιά)



Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι

Τὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι
ποῦ γέρασαν κὰ τώρα, λαβωμένα,
χωρὶς οὔτε μία βάρδια στὸ κατάστρωμα,
σαπίζουν στ᾿ ἀκρολίμανα δεμένα.

Τὰ φορτηγὰ καράβια: ποὺ ταξίδεψαν
στῶν πέντε τῶν ἠπείρων τὰ πελάγη
-ἀπ᾿ τοῦ Μουρμὰνκ τὴ παγερὴ τὴ θάλασσα
ἴσαμε τοῦ Ἀμαζόνα τὰ τενάγη.

Τοὺς ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι
ποῦ στὰ μεγάλα τῶν χειμώνων βράδια 
μ᾿ ὑπομονὴ κι ἀγάπη -γιὰ τὰ ἐγγόνια του
(εἴτε γι᾿ αὐτούς;-) μικρὰ φτιάχνουν καράβια,

καὶ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ ταξιδέψουνε
μὰ κάθε μέρα ὡς τὸ λιμάνι πᾶνε
καί, ἄνεργοι, ἀνώφελοι καὶ πένθιμοι
σὰν κάτι τὶς νὰ χάσανε κοιτᾶνε.
Κώστας Ουράνης (Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι)