Τὸ λιμάνι τὸ δικό μας ἦταν ἀμμουδιά
– πᾶνε χρόνια – σὰν τὸ κῦμα μόνο ἐτραγουδοῦσε.
Κουρνιάζαν θαλασσοπούλια γύρω τὴ βραδιὰ
καὶ ψαρόβαρκες ἀράζαν, ὅταν ἐφυσοῦσε.
Σὲ φτωχὴ μιὰ ταβερνούλα, μὲς στὴν ἐρημιά,
στοὺς ψαράδες ἡ γαλήνη τὸ κρασὶ κερνοῦσε
καὶ παντοῦ ηταν ἁπλωμένη τόση ἀπανεμιά,
ποὺ ἡ ψυχή τους μὲ τὸ φλοῖσβο, θἄλεγες μεθοῦσε.
Τώρα πιὰ στὰ βρωμισμένα καὶ βαθιὰ νερὰ
ἡ ζωή τρυκιμιασμένη παραδέρνει.
Μαῦροι δράκοι τὰ καράβια στέκουν στὴ σειρὰ
καί καθένα δρόμο ἀφήνει, δρόμο παίρνει.
Λόγχες τὰ κατάρτια φτάνουν ὥς τὸν οὐρανὸ
καὶ ξερνοῦν οἱ τσιμινιέρες τὴν καπνιὰ ποὺ κλώθει.
Τὸ λιμάνι τὸ δικό μας εἶναι πιὰ στενό∙
δὲ χωρᾶνε γιὰ ν’ ἀράξουν ὅλοι μας οἱ πόθοι...
Μανώλης Αλεξίου (Το λιμάνι μας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.