Σελίδες

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Εγκατάλειψη




1
Τίποτα πια δεν ταράζει τη σιωπή της εγκατάλειψης. Τα σύννεφα ταξιδεύουν πάνω από τις σκούρες πανάρχαιες κορφές των δέντρων και καθρεφτίζονται στα γαλαζοπράσινα νερά της λίμνης που μοιάζει με άβυσσο. Βυθισμένη σε πένθιμη αφοσίωση, η ακίνητη επιφάνειά της ηρεμεί - μέρα νύχτα.
Στο κέντρο της σιωπηλής λίμνης υψώνεται ένα κάστρο ως τα σύννεφα, με τους αιχμηρούς, φθαρμένους πύργους και τις σκεπές του. Οι μαύρες ρωγμές του περιβόλου του είναι γεμάτες αγριόχορτα, και στα στρογγυλά παράθυρα πάλλεται το φως του ήλιου. Περιστέρια πετούν κάτω στις σκοτεινές αυλές, ψάχνοντας για κρυψώνες στους ερειπωμένους τοίχους.
Μοιάζουν κάτι πάντα να φοβούνται, γιατί πετάνε δειλά και βιαστικά ως τα παράθυρα. Κάτω στην αυλή στάζει η κρήνη ήρεμα και όμορφα. Τα διψασμένα περιστέρια πίνουν ξανά και ξανά από τη μπρούντζινη λεκάνη της.
Μες στους στενούς, σκονισμένους διαδρόμους του κάστρου, κάποιες στιγμές πλανιέται μια ζεστή ανάσα που κάνει τις νυχτερίδες να φτερουγίζουν τρομαγμένες.
Όμως τίποτα άλλο δεν ταράζει τη βαθιά σιωπή.
Τα δωμάτια είναι όλα μαύρα απ’ τη σκόνη. Ψηλοτάβανα και γυμνά και κρύα και γεμάτα με νεκρά αντικείμενα.
Μέσα από τα τυφλά παράθυρα φτάνει που και που μια απειροελάχιστη φωτεινή αχτίδα που την καταπίνει το σκοτάδι. Εδώ βρίσκεται το νεκρό παρελθόν.
Το παρελθόν που έγινε το απολίθωμα ενός μαδημένου τριαντάφυλλου. Ο χρόνος δεν λογαριάζει την απουσία του.
Και όλα τα διαπερνά η σιωπή της εγκατάλειψης.


2
Κανείς πια δεν τριγυρνά στον κήπο. Τα κλαδιά των δέντρων κρατιούνται αγκαλιασμένα, και ολόκληρος έχει γίνει μια γιγάντια ζωντανή παρουσία.
Αιώνια νύχτα διαρκεί κάτω από την πελώρια φυλλοσκεπή. Και βαθιά σιγή! Και ο αέρας είναι ποτισμένος με ατμούς σήψης!
Υπάρχουν όμως φορές που ο κήπος ξυπνά από πικρά όνειρα. Τότε μια ανάμνηση γλιστρά τις ψυχρές ξάστερες νύχτες, μέσα σε βαθείς κρυψώνες, γιατί ο κήπος ήταν κάποτε μάρτυρας σε πυρετώδη φιλιά και αγκαλιές, τις καλοκαιρινές βραδιές που έσφυζαν από λαμπρό μεγαλείο, όταν το φεγγάρι μάγευε με ανάμικτες εικόνες στο σκοτάδι τους ανθρώπους που τριγυρνούσαν ερωτικά, ναζιάρικα, με ρυθμικές κινήσεις, κάτω από τη φυλλοσκεπή, και σιγοκουβέντιαζαν λόγια γλυκά, εξαίρετα, και αντάλλαζαν όμορφα ζεστά χαμόγελα.
Και ο κήπος βυθίζεται πάλι στον ύπνο του θανάτου.
Πάνω στα νερά της λίμνης αιωρούνται σκιές από έλατα και οξιές, ενώ ένα υπόκωφο θλιμμένο μουρμουρητό ακούγεται από τον βυθό.
Κύκνοι ταξιδεύουν ανάμεσα σε λάμψεις κυμάτων, αργά, δίχως κινήσεις, ορθώνοντας τους λεπτούς λαιμούς τους. Και ταξιδεύουν! Γύρω από το νεκρό κάστρο! Μέρα νύχτα!
Στην όχθη της λίμνης, μέσα από το ζωηρόχρωμο χορτάρι ξεπετιούνται χλωμά κρίνα. Οι σκιές τους στο νερό είναι ακόμη πιο χλωμές.
Και όταν πεθαίνουν, γεννιούνται και άλλα κρίνα που μοιάζουν με νεκρά γυναικεία χεράκια.
Γύρω από τα χλωμά λουλούδια κολυμπούν, όλο περιέργεια, μεγάλα ψάρια, με στιλπνά ορθάνοικτα μάτια, και μετά εξαφανίζονται - δίχως τον παραμικρό ήχο!
Και όλα τα διαπερνά η σιωπή της εγκατάλειψης.

3
Σε ένα πελώριο πύργο απάνω στέκεται ο κόμης. Μέρα νύχτα.
Κοιτά τα σύννεφα που ταξιδεύουν πέρα από τις κορφές των δέντρων, και είναι φωτεινά και καθάρια. Του αρέσει να τα κοιτά, όταν ο ήλιος λάμπει ανάμεσά τους, απογεύματα, με το ηλιοβασίλεμα. Ακούει τους ήχους από τα ύψη: την κραυγή ενός πτηνού, καθώς πετά πάνω από τον πύργο, ακούει τα βουητά του ανέμου, που τον περιζώνουν.
Κοιτά τον κήπο που κοιμάται βαριά, και τους κύκνους που κολυμπούν τριγύρω, ανάμεσα σε λάμψεις κυμάτων. Μέρα! Νύχτα!
Και τα γαλαζοπράσινα νερά της λίμνης αχνολάμπουν. Πάνω τους καθρεφτίζονται τα σύννεφα που τραβούν προς το κάστρο. Και οι διαυγείς σκιές τους στην επιφάνεια της λίμνης φεγγοβολούν, όπως και τα ίδια. Τα νερόκρινα γνέφουν στον κόμη, λες και είναι νεκρά γυναικεία χεράκια, και λικνίζονται στο ψιθύρισμα του ανέμου, ονειρικά και θλιμμένα.
Ο φτωχός κόμης κοιτά τον θάνατο γύρω του, κοιτά σαν χαμένο μικρό παιδί που απειλείται από τη μοίρα, που δεν έχει πια τη δύναμη να ζήσει, και έτσι αποχωρεί σα σκιά του μεσημεριού.
Ακούει μονάχα τη μικρή θλιβερή μελωδία της ψυχής του: το παρελθόν!
Όταν βραδιάζει, ανάβει μια παλιά σκουριασμένη λάμπα και διαβάζει από χοντρά κιτρινισμένα βιβλία για το ένδοξο μεγαλείο περασμένων εποχών.
Διαβάζει με πυρετώδεις χτύπους στην καρδιά, ώσπου να αφανιστεί το παρόν, στο οποίο δεν ανήκει πια. Τότε υψώνονται οι πελώριες σκιές του παρελθόντος. Και ζει την υπέροχη ζωή των προγόνων του.
Τις νύχτες που ο άνεμος σημαδεύει τον πύργο, και οι τοίχοι βροντούν συθέμελα, και τα πουλιά στριγγλίζουν τρομαγμένα στο παράθυρό του, ο κόμης παραδίδεται σε μια άφατη μελαγχολία.
Την πανάρχαια εξαντλημένη ψυχή του τη βαραίνει μια μοιραία απειλή. Και με το πρόσωπο να ακουμπά στο παράθυρο, κοιτά έξω τη νύχτα. Και του φαίνονται όλα τεράστια, ονειρικά, στοιχειωμένα! Και τρομαχτικά. Ακούει τη θύελλα να λυσσομανάει, σαν να προσπαθεί να απομακρύνει καθετί νεκρό και να το σκορπίσει στην ατμόσφαιρα.
Όταν όμως το πλανεμένο φάντασμα της νύχτας φύγει σαν ξορκισμένη σκιά, τότε πάλι τα διαπερνά όλα η σιωπή της εγκατάλειψης.

Georg Trakl (Εγκατάλειψη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.