Σελίδες

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Θεογονία


Στην αρχή γεννήθηκε το Χάος, κι έπειτα η πλατύστηθη Γαία παντοτινός και ασφαλής τόπος των αθανάτων που εξουσιάζουν 
τις χιονισμένες κορφές του Ολύμπου και τα σκοτεινά Τάρταρα
 στα βάθη της γης με τους πλατείς δρόμους. 
Μετά ο Έρως που είναι ο ωραιότερος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, που λύνει τα μέλη όλων των θεών και των ανθρώπων 
και δαμάζει στα στήθεια την καρδιά και τον νου. 
Από το Χάος ακόμη δημιουργήθηκαν το Έρεβος κι η μαύρη νύχτα.
 Κι απ’ τη Νύχτα γεννήθηκε ο Αιθέρας κι η Ημέρα, 
που τα γέννησε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος. 
Η Γη πρώτα γέννησε τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, 
ίσο με αυτήν να την καλύπτει από παντού 
και να είναι για πάντα ασφαλής τόπος για τους μακάριους θεούς. Και γέννησε τα ψηλά Όρη, χαριτωμένους τόπους των Νυμφών, 
των θεαινών που κατοικούν στα δασωμένα βουνά. 
Κι αυτή γέννησε και τον Πόντο, το ατέλειωτο πέλαγος, 
με τα μανιασμένα κύματα, χωρίς ερωτικό σμίξιμο. 
Έπειτα αφού πλάγιασε με τον Ουρανό, γέννησε τον βαθύ Ωκεανό, 
τον Κοίο, τον Κριό, τον Υπερίωνα, τον Ιαπετό, τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, 
τη χρυσοστεφανωμένη Φοίβη, και τη χαριτωμένη Τηθύα... 
Ησίοδος (Θεογονία)

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Ο Ρωμηός

Στον καφενέ απ'έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
τού ήλιου τίς ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κυττάζω, κανέναν δεν ψηφώ.

Σε μιά καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφίνω το καπέλλο, και αρχινώ με τόνο
τούς υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί ουρανός! τί φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καιμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τίς βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω
και στρίβω το μουστάκι μ' αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τον νούν στον Διάκο και εις τον Καραίσκο
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ...
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τίς πω.

Στον καφετζή ξεσπάνω...φωτιά και κείνος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω τού κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος δεν πληρώνω...δεκάρα τον καφέ!
Γεώργιος Σουρής (Ο Ρωμηός)

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Τα Ποτάμια

Είμαστε ο χρόνος.
Εκείνη είμαστε η περίφημη παραβολή του Σκοτεινού Ηράκλειτου.
Είμαστε το νερό, όχι το σκληρό διαμάντι,
αυτό που χάνεται, όχι αυτό που μένει.
Είμαστε το ποτάμι κι ο Έλληνας εκείνος που κοιτάζεται στο ποτάμι.
Η αντανάκλαση του αλλάζει στο νερό του εναλλασσόμενου καθρεύτη
στο κρύσταλλο που αλλάζει σαν τη φωτιά.
Είμαστε το μάταιο προκαθορισμένο ποτάμι όπως κυλά προς τη θάλασσα.
Το σκέπασε η σκιά.
Όλα μας αποχαιρετούν, όλα μακραίνουν.
Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμα της.
Και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει
και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί
Jorge Luis Borges (Τα Ποτάμια)


Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Κρυμμένη Ομορφιά



Σε μια καλημέρα απο χείλη που ποτέ δεν διαβάσαμε
Σ'ενα λουλούδι που τ'αγκάθια του απλά φοβηθήκαμε
Σε μια άκρη τ'ουρανού που ποτέ δεν κοιτάξαμε
Σ'ενα κοχύλι στην αμμουδιά που μιλάει γι'αγάπη μέσα στο χειμώνα
Σ'εκείνη τη σταγόνα της βροχής που πήρε το δάκρυ μας να μή φανεί στα μάτια μας
Κρυμμένη ομορφιά
Σ'ένα χαμόγελο που δεν περιμέναμε
Σ'ένα δάκρυ χαράς που έμεινε στα μάτια μας
Κρυμμένη ομορφιά
Σ'ένα γράμμα που με λαχτάρα ανοίξαμε
Στο βιβλίο που ποτέ δεν τελειώσαμε
Κρυμμένη ομορφιά
όπου κι αν είσαι ασε ενα σημάδι για να σε νοιώσουμε
Ένα σημάδι μιας κρυμμένης ευτυχίας...
Ελένη Εφορακοπούλου (Κρυμμένη Ομορφιά)

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Μακρυά

Θά'θελα αυτήν την μνήμη να την πω...
Μα έτσι εσβύσθη πια... σαν τίποτε δεν απομένει –
γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.

Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...
Εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν; – η βραδιά...
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια∙ ήσαν, θαρρώ, μαβιά...
Α ναί, μαβιά∙ ένα σαπφείρινο μαβί.
Κωνσταντίνος Καβάφης (Μακρυά)


Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Το περιβόλι με τα συντριβάνια

Το περιβόλι με τα συντριβάνια του στη βροχή
θα το βλέπεις μόνο από το χαμηλό παράθυρο

πίσω από το θολό τζάμι. Η κάμαρά σου
θα φωτίζεται μόνο από τη φλόγα του τζακιού
και κάποτε, στις μακρινές αστραπές θα φαίνουνται
οι ρυτίδες του μετώπου σου, παλιέ μου Φίλε.

Το περιβόλι με τα συντριβάνια που ήταν στο χέρι σου

ρυθμός της άλλης ζωής, έξω από τα σπασμένα

μάρμαρα και τις κολόνες τις τραγικές
κι ένας χορός μέσα στις πικροδάφνες
κοντά στα καινούργια λατομεία,
ένα γυαλί θαμπό θα το ‘χει κόψει από τις ώρες σου.
Δε θ’ ανασάνεις, το χώμα κι ο χυμός των δέντρων
θα ορμούν από τη μνήμη σου για να χτυπήσουν
πάνω στο τζάμι αυτό που το χτυπά η βροχή
από τον έξω κόσμο.
Γιώργος Σεφέρης (Μυθιστόρημα ΣΤ΄)


Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Η εισβολή της Μαύρης Πεταλούδας του Πόρου

Κάθε χρόνο κατὰ τὸ μήνα Αὔγουστο
εἰσβάλλει στὸ προαύλιο τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου
ἡ μαύρη πεταλούδα τοῦ Μοναστηριοῦ 
πετάει ἀπὸ πέτρα σὲ πέτρα 
τὰ παιδιὰ προσπαθοῦν νὰ τὴν πιάσουν
ἀλλὰ δὲν τὸ κατορθώνουν
εἶναι ἡ Ἅγια-Πεταλούδα τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου
πετάει ἀπὸ πέτρα σὲ πέτρα μόνο γιὰ λίγες μέρες
κι ὕστερα χάνεται γιὰ νὰ ξαναεμφανιστεῖ πάλι

 τὸν ἄλλο Αὔγουστο ἡ Ἅγια μαύρη-Πεταλούδα


τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου...

Μίλτος Σαχτούρης (Η εισβολή της Μαύρης Πεταλούδας του Πόρου)



Ο ουρανός

Πουλιὰ μαῦρες σαΐτες τῆς δύσκολης πίκρας
δὲν εἶν᾿ εὔκολο πράμα ν᾿ ἀγαπήσετε τὸν οὐρανὸ
πολὺ μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος
ξέρετε τὶς σπηλιές του τὸ δάσος τοὺς βράχους του;
ἔτσι καθὼς περνᾶτε φτερωτὲς σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τὴ σάρκα σας πάνω στὰ τζάμια του
κολλοῦν τὰ πούπουλά σας στὴν καρδιά του
Καὶ σὰν ἔρχεται ἡ νύχτα μὲ φόβο ἀπ᾿ τὰ δέντρα
κοιτᾶτε τ᾿ ἄσπρο μαντίλι τὸ φεγγάρι του
τὴ γυμνὴ παρθένα ποὺ οὐρλιάζει στὴν ἀγκαλιά του
τὸ στόμα τῆς γριᾶς μὲ τὰ σάπια τὰ δόντια του 
τ᾿ ἄστρα μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ μὲ τοὺς χρυσοὺς σπάγγους
τὴν ἀστραπὴ τὸν κεραυνὸ τὴ βροχή του


τὴ μακριὰ ἡδονὴ τοῦ γαλαξία του

Μίλτος Σαχτούρης (Ο ουρανός)



Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

...απο τον Προφήτη


Καὶ μία γυναῖκα ζήτησε. 
Γιὰ τὸν πόνο μίλησέ μας.

Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε.
Ὁ πόνος σᾶς σπάζει τὸ κέλυφος ποὺ περιβάλλει τὴν κατανόηση σάς. Ὅπως πρέπει νὰ σπάσει τὸ κουκούτσι τοῦ καρποῦ, 
ὥστε νὰ δεῖ ὁ πυρήνας του τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, 
ἔτσι ὀφείλετε νὰ μάθετε τὸν πόνο. 
Κι ἂν τὸ μπορούσατε στὴν καρδιὰ σὰς 
τὸ θαυμασμὸ γιὰ τῆς ζωῆς σὰς τὰ καθημερινὰ τὰ θαύματα νὰ κρατούσατε, 
δὲ θὰ φαινόταν λιγότερος θαυμαστὸς ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ὁ πόνος; 
Καὶ δὲ θὰ δεχόσαστε τοὺς ρυθμοὺς τῆς ἀλλαγῆς μὲς στὴν καρδιά σας, ἔτσι ὅπως δεχόσαστε τὶς ἀλλαγὲς τοῦ χρόνου στὰ χωράφια σας. 
Καὶ θὰ παρατηρούσατε τὴ γαλήνη μέσα ἀπ᾿ τοὺς χειμῶνες τῆς θλίψης σας.

Μεγάλο μέρος ἀπ᾿ τὸν πόνο σας εἶναι δική σας ἐκλογή.
Εἶναι ἕνα φάρμακο πικρὸ ποὺ ὁ μέσα σας γιατρὸς δίνει, 
τὸν ἄρρωστο ἑαυτὸ νὰ θεραπεύσει. 
Ἐμπιστευτεῖτε τὸ θεραπευτή, 
τὸ φάρμακο τοῦ πιεῖτε σιωπηλὰ καὶ ἤρεμα. 
Γιατί τὸ χέρι του, σκληρὸ κι ἀβάσταχτο ἂν εἶναι, 
ἔχει ὁδηγὸ τὸ τρυφερὸ χέρι τοῦ Ἀόρατου. 
Κι ἡ κούπα ποὺ προσφέρει, παρόλο ποὺ τὰ χείλη καίει, 
φτιαγμένη εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν πηλὸ
ποὺ ὁ Ἀγγειοπλάστης ὕγρανε μὲ τὰ δικά Του ἱερὰ δάκρυα.
Kahlil Gibran (απο τον Προφήτη)

Περιστέρι της ψυχής


Ἔφυγε ἡ ζωή μας ἢ ἔφυγαν πουλιὰ ἀπ᾿ τὴν παλάμη τοῦ Θεοῦ;

Τράβηξαν τουφεκιὲς νὰ τὰ σκοτώσουν


Ἡ ζωή μας ἔγινε ὡραιότερη
Τόσο ποὺ μοιάζει μὲ ἄστρο ὅταν τὴν κοιτάξω


Καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὴν κατεβάσω στὸ γιαλὸ


καὶ νὰ τὴν κάμω πλοῖο



Ὢ περιστέρι τῆς ψυχῆς πήγαινε στὸ καλὸ


Πήγαινε τώρα μὲ τὸ μελτέμι
Καὶ φίλησέ μου ὅσα μαργαριτάρια συναντήσεις
Ἂν δὲν μὲ βλέπεις μὴ φοβᾶσαι θὰ γιορτάζω μαζί σου


Στὸ ταξίδι μας θὰ σηκώσουμε τὰ νερὰ τῆς θάλασσας


Νὰ εὐλογήσουν ὅ,τι ἀγαπήσαμε καὶ ὅ,τι δὲν ξεχνᾶμε πιὰ



Σὲ περιβόλι ἄραξε τὸ περιστέρι


Σὲ περιβόλι ἄραξε ἡ ψυχή μου
Λοιπὸν θυμᾶμαι τώρα τὸ καλοκαῖρι τῆς ζωῆς μου


Σὰν νὰ ἤσουνα ἐσὺ ἡ μόνη ἄνοιξη τῆς γῆς


Σὲ ἀντικρίζω ὢ ἡμέρα τῆς γέννησής μου.



[…]Ὅποιος φέρνει τὴ θάλασσα στὴν ἀγκαλιά του


Εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑποφέρει ἀπὸ βάρος
Εἶναι σὰ νὰ μὴ ντρέπεται ποὺ πηγαίνει μὲ τὸν ἀγέρα
Εἶναι σὰ νὰ κρατάει ὁλάκερη τὴ γῆ μέσα στὸ βλέμμα
Νὰ τραγουδάει μέσα στὴ νύχτα
Καὶ νὰ τοῦ γίνεται ἡ νύχτα μητέρα
Νὰ τραγουδάει μέσα στὸν ἥλιο
Καὶ ν᾿ ἀγαπάει μία γυναῖκα
Ποὺ τὴ νομίζει βρέφος


Νὰ τραγουδάει μέσα στὸν ἄνεμο


Κι ἔτσι νὰ χάνει καὶ νὰ κερδίζει τὴ φωνή του

Γιώργος Σαραντάρης (απο Τρία ποιήματα της θάλασσας)